Τουρκία, λαϊκά αφηγήματα και ένοπλες δυνάμεις
Του Γιώργου Κακλίκη *:
Όταν επί δεκαετίες πριν από την έλευση Ερντογάν στην εξουσία η Τουρκία προβαλλόταν ως «δυτικόστροφη» δημοκρατία, οι εκλεγμένες κυβερνήσεις της βρίσκονταν κατά κανόνα υπό καθεστώς «κηδεμονίας» του στρατού. Με ένα πλατύ τμήμα της κοινής γνώμης να θεωρεί τις ένοπλες δυνάμεις στυλοβάτη της χώρας σε κάθε σχεδόν τομέα. Επί ημερών ΑΚΡ, όμως, απομακρύνθηκε μεγάλος αριθμός στρατιωτικών, με νέους αξιωματικούς και με μικρή σχέση με τους παλαιότερους συναδέλφους τους να καταλαμβάνουν τις θέσεις των τελευταίων. Μια νέα γενιά που θεωρήθηκε στήριγμα της «νέας εποχής», χωρίς, μάλιστα, να τη χαρακτηρίζει η παραδοσιακή εχθρότητα του στρατιωτικού κατεστημένου έναντι των θρησκευόντων μουσουλμάνων.
Παρά το αμαρτωλό παρελθόν των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, η παραδοσιακά θετική αντίληψη της τουρκικής κοινωνίας απέναντι σε αυτές παρέμεινε εν πολλοίς αναλλοίωτη. Αυτό δείχνει μια πρόσφατη έρευνα, υπό τον τίτλο «2022 Security Radar», του γερμανικού ινστιτούτου Friedrich Ebert σε 14 χώρες, ανάμεσα στις οποίες και η Τουρκία. Αντικείμενό της η πρόσληψη από την κοινή γνώμη των καίριων ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας. Με την αίσθηση ότι η χώρα τους πρέπει να έχει σημαντικό ρόλο στα διεθνή δρώμενα, οι τούρκοι πολίτες τάχθηκαν σε ποσοστό 61% υπέρ της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών θεωρώντας – ακόμα και σήμερα, έξι χρόνια μετά το πραξικόπημα του 2016 – ότι ο στρατός πρέπει να συμβάλλει στην προώθηση της Τουρκίας στο διεθνές σκηνικό.Ένας στρατός που, παρά τη δραστική αποψίλωση που του επιφύλαξε ο τούρκος πρόεδρος, διατηρεί την αίγλη που απολάμβανε στα «παλιά καλά χρόνια» από ένα πλατύ τμήμα της κοινής γνώμης. Στη διατήρηση αυτού του πνεύματος σεβασμού έναντι των ενόπλων δυνάμεων φαίνεται να συνέβαλαν οι τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία, στο Ιράκ και στη Λιβύη καθώς και η ουσιαστική συνδρομή της Άγκυρας στο Μπακού κατά την πρόσφατη σύγκρουσή του με το Ερεβάν.
Οι διαπιστώσεις του γερμανικού ινστιτούτου εύλογο είναι να δημιουργούν ανησυχίες στους γείτονες της Τουρκίας, οι οποίοι δεν αισθάνονται ασφαλείς με μια χώρα της οποίας όχι μόνο ο πολιτικός κόσμος έχει σαφείς επεκτατικούς και αλυτρωτικούς σχεδιασμούς, αλλά και μια ευρεία λαϊκή μάζα που υποστηρίζει τις τάσεις του αυτές. Μια μάζα που σε ποσοστό 82% αισθάνεται δυσαρεστημένη από τη θέση της χώρας στον κόσμο, ενώ ένα άλλο, πολύ σημαντικό τμήμα της (56%) θεωρεί ότι εδάφη τρίτων χωρών ανήκουν στην Τουρκία.
Μπορεί σήμερα η Άγκυρα να χαμηλώνει τους τόνους, δεν πρέπει όμως να βγαίνει από τον ορίζοντα της Δύσης ότι το «αφήγημα Ερντογάν» εμπεριέχει στοιχεία αλυτρωτικού μεγαλείου που ήδη ο τούρκος πρόεδρος έχει αρχίσει να θέτει σε εφαρμογή. Οι λαϊκές μάζες είναι δεκτικές στον λόγο του για τη «Μεγάλη Τουρκία» και τη «Γαλάζια Πατρίδα» και αυτό καθιστά τα πράγματα ακόμα πιο επικίνδυνα απ’ όσο φαίνονταν πριν από λίγο καιρό. Ηγεσίες με παρόμοιες αναθεωρητικές τάσεις και με μεγάλο τμήμα του λαού να διακατέχεται από αντίστοιχες αντιλήψεις πολλά μπορούν να προκαλέσουν εις βάρος της Δύσης. Και ας μη μας διαφεύγει πως, ακόμα και μετά τον Ερντογάν, κυβερνήσεις διαφορετικών αποχρώσεων θα παραμένουν για χρόνια δέσμιες των λαϊκιστικών διακηρύξεων περί «αδικημένης Τουρκίας» και περί ανάγκης ανάκτησης των «αδίκως απολεσθέντων».
*Ο Γιώργος Κακλίκης είναι πρέσβης επί τιμή – Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ- Η αναδημοσίευσή του εδώ φέρει τη σύμφωνη γνώμη του συντάκτη του