Περί του υποχρεωτικού εμβολιασμού
Από τον Ευάγγελο Βενιζέλο:
« Η συζήτηση για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό είναι πολύ ενδιαφέρουσα, αλλά γεμάτη από παρεξηγήσεις. Υποχρεωτικός εμβολιασμός με την έννοια ότι θα προβλέψει ο νόμος να σε παίρνει η Αστυνομία, να σε πηγαίνει και να σε εμβολιάζει διά της βίας δεν υπάρχει, ο καθένας δέχεται ή δεν δέχεται μία βιοϊατρική παρέμβαση στο σώμα του εάν το θέλει, εφόσον είναι ενήλικας. Εάν όμως κάποιος αρνείται για το παιδί του τη μετάγγιση, όπως συνέβαινε παλιά από ορισμένα θρησκευτικά δόγματα, βεβαίως ο νόμος μπορεί να προβλέψει ότι ο Εισαγγελέας θα διατάξει να γίνει μετάγγιση στο παιδί παρά τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των γονέων.
Αλλά πάμε στο προκείμενο. Όταν λοιπόν μιλάμε για υποχρεωτικό εμβολιασμό, δεν εννοούμε ότι θα ασκηθεί φυσική βία για να εμβολιαστεί κάποιος, αλλά βεβαίως όταν η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα μέσα από έρευνες, κλινικές διαπιστώσεις, συζητήσεις, αντιφάσεις, δυσκολίες καταλήγει κάπου, όταν βλέπουμε ότι η πανδημία μεταλλάσσεται και επιμένει, ότι το εμβόλιο αποδίδει -παρά τα προβλήματα παρενεργειών που προφανώς πρέπει να τα προσέχουμε-, αποδίδει με συντριπτικά ποσοστά επιτυχίας παγκοσμίως, βεβαίως η πολιτεία οφείλει να πει ότι ο εμβολιασμός, πρώτον, είναι σύσταση, δεύτερον, είναι υποχρέωση. Υπό την έννοια ότι εάν κάποιες ομάδες ή κάποια άτομα δεν κάνουν την επιλογή, τη δική τους επιλογή του εμβολιασμού θα έχουν κάποιες επιπτώσεις, και οι ομάδες οι οποίες θα κάνουν την επιλογή του εμβολιασμού θα έχουν κάποιες ευκολίες.
Δεν θα χρειάζεται π.χ. να κάνουν συνεχώς τεστ, θα μπορούν να ταξιδεύουν στα μέσα μεταφοράς πιο άνετα, ιδίως στις μεγάλες αποστάσεις, θα μπορούν να πηγαίνουν σε κλειστούς χώρους διασκέδασης ή πολιτισμού.
Από την άλλη μεριά, δεν μπορεί προφανώς η πολιτεία, ο νόμος να μείνει αδιάφορος όταν έχεις υγειονομικούς ή ανήκοντες στα λεγόμενα επαγγέλματα υγειονομικού ενδιαφέροντος που δεν εμβολιάζονται. Για παράδειγμα, η εστίαση είναι δραστηριότητα υγειονομικού ενδιαφέροντος. Ένας εργαζόμενος άρρωστος με λοιμώδη νόσο σε μία κουζίνα εστιατορίου μπορεί να προκαλέσει ένα τεράστιο πρόβλημα. Θα έπρεπε να έχει νομική υποχρέωση αυτοελέγχου, ιατρικού ελέγχου και άμεσης γνωστοποίησης.
Κατά μείζονα λόγο δεν νοείται να έχεις έναν γιατρό ή ένα νοσηλευτή ο οποίος λέει «εγώ δεν πιστεύω στο εμβόλιο». Καταρχάς υπάρχει ένα επιστημονικό ζήτημα, πρέπει ένα υπηρεσιακό συμβούλιο να ελέγξει εάν αυτό είναι επιστημονικώς σοβαρό, εάν αυτός ο επιστήμων ή γενικότερα ο υγειονομικός, γιατί έχουμε και επιστήμονες νοσηλευτές, αλλά και νοσηλευτές άλλων βαθμίδων εκπαίδευσης, είναι επαρκής, είναι επιστημονικά και επαγγελματικά επαρκής. Πρέπει συνεπώς να ληφθούν κάποια μέτρα τα οποία, από την άλλη μεριά, δεν μπορεί να οδηγήσουν απλώς στο να τοποθετηθούν κάποιοι σε μη μάχιμες θέσεις παίρνοντας το μισθό τους, ενώ ουσιαστικά αδρανοποιούνται και αυτοί οι οποίοι είναι συνεπείς, υπεύθυνοι, δείχνουν αλληλεγγύη, συνέπεια επιστημονική να επωμιστούν όλο το βάρος των εφημεριών, των μονάδων εντατικής θεραπείας και ούτω καθεξής.
Ήδη έχει προηγηθεί η Ιταλία που έχει επιβάλει για διάφορες κατηγορίες υποχρεωτικό εμβολιασμό, έχουμε και πρωτοβάθμιες δικαστικές αποφάσεις. Στη χώρα μας το Συμβούλιο Επικρατείας, ακολουθώντας τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει πει με αφορμή όχι το εμβόλιο COVID, αλλά τα παιδικά εμβόλια, ότι όταν η αρμόδια αρχή λέει ότι ένα παιδάκι που δεν έχει κάνει τα εμβόλιά του, δεν μπορεί να πάει στο βρεφονηπιακό σταθμό ή στο νηπιαγωγείο, αυτό είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είναι ένας θεμιτός περιορισμός για να προστατευτεί προφανώς η κοινωνία.
Άλλωστε το δικαίωμα στην (ατομική) υγεία και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης έχουν ως όριό τους το δικαίωμα του άλλου στην υγεία και τη ζωή. Δεν μπορεί κανείς να επικαλείται το δικαίωμα στην υγεία όπως το αντιλαμβάνεται, λέγοντας «είμαι αντιεμβολιαστής» ή ακόμη «δεν πιστεύω στην ύπαρξη του COVID», καθώς ο άλλος έχει επίσης δικαίωμα στην υγεία και πρωτίστως δικαίωμα στη ζωή.
Επάνω από αυτά, που είναι το δικαίωμα του καθενός στην υγεία και το δικαίωμα του στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, υπάρχει ένα άλλο αγαθό που είναι η δημόσια υγεία, που είναι η πιο σοβαρή όψη του γενικού συμφέροντος και το γενικό συμφέρον είναι η Δημοκρατία, το γενικό συμφέρον είναι το Κράτος Δικαίου, το γενικό συμφέρον είναι το κοινωνικό συμβόλαιο. Χωρίς δημόσια υγεία δεν υπάρχει κοινωνία, ούτε κοινωνία μοντέρνα ούτε κοινωνία μεταμοντέρνα».
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από τη συνέντευξη που παρέθεσε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας, στην ΕΡΤ