Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς με τη λαμπρή καριέρα
Η πορεία του "Ντούντα" στο Μπάσκετ :
Οι περιστάσεις της ζωής μπορούν, κατά καιρούς, να ορίσουν την επαγγελματική πορεία ενός ατόμου.
Στην περίπτωση του Ντούσαν Ιβκοβιτς, δύο παράγοντες ήταν καθοριστικοί και τον ώθησαν να αφιερώσει τη ζωή του στο μπάσκετ, πρώτα ως ένας παίκτης «μεσαίου» βεληνεκούς και αργότερα, ως ένας σπουδαίος προπονητής.
Ο πρώτος παράγοντας ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός του, Σλόμπονταν, επίσης παίκτης και αργότερα προπονητής, ενώ ο δεύτερος ήταν το γεγονός ότι μπροστά από το σπίτι των γονιών του βρισκόταν το ανοιχτό γήπεδο της Ραντνίτσκι στο Βελιγράδι, στη συνοικία Τσρβενι Κρστ (Ερυθρός Σταυρός). Το μόνο που είχε να κάνει ο «Σοφός» ήταν να διασχίσει τον δρόμο για να παρακολουθήσει από κοντά τις προπονήσεις όλων των ομάδων της Ραντνίτσκι.
Η συνοικία αποτέλεσε «λίκνο» του μπάσκετ και μια σταθερή πηγή προπονητών (Ράνκο Ζεραβιτσα, Μπορα Τσένιτς, Μίλαν Βασόγιεβιτς, Ντράγκολιουμπ Πλιάκιτς, Μπρατίσλαβ Τζόρτζεβιτς, Σλόμπονταν και Ντούσαν Ίβκοβιτς) και παικτών (Νεμάνια Τζούριτς, Ντράγκοσλαβ Ραζνάτοβιτς, Ντραγκούτιν Τσερμάκ, Σρέτσκο Τζάριτς, Μιρόλιουμπ Νταμιάνοβιτς, Μίλουν Μάρκοβιτς και Ντράγκαν Ιβκοβιτς).
Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, ο οποίος γεννήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 1943 στο Βελιγράδι και πέθανε σήμερα 16 Σεπτεμβρίου 2021. Σπούδασε γεωλογία, αλλά δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα. Από την παιδική του ηλικία, όπως ο μεγάλος του αδελφός, είχε δύο πάθη: τα περιστέρια και το μπάσκετ.
Τη σεζόν 1972-73, οι αδελφοί Ίβκοβιτς πανηγύρισαν δύο τίτλους με τη Ράντνιτσκι. Ο Σλόμπονταν ήταν πρωταθλητής της Γιουγκοσλαβικής Λίγκας, με μια μεγάλη γενιά που δημιουργήθηκε από τον ίδιο από το 1968, ενώ ο Ντούσαν προπονούσε τους Έφηβους Γιουγκοσλάβους πρωταθλητές.
Τα δύο αδέλφια είχαν πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες: ο Σλόμπονταν ήταν πιο ήρεμος, πιο μεθοδικός και περισσότερο παραδοσιακός. Ο Ντούσαν ήταν πιο ενεργητικός, είχε μια πιο σύγχρονη αντίληψη των τάσεων στο παγκόσμιο μπάσκετ, ήταν πιο έγκυρος και είχε καλύτερη αίσθηση ηγεσίας. Από τα πρώτα του χρόνια, άλλωστε, ο Ντούσαν είχε τη φήμη ότι ήταν σκληρός και απαιτητικός με τους παίκτες του, αλλά τα αποτελέσματα τον δικαίωσαν για τις μεθόδους που ακολούθησε.
Επιπλέον, όσο και να αναζητήσει κανείς να βρει παίκτη, ο οποίος είχε συνεργαστεί μαζί του, δύσκολα θα βρει κάποιον που θα μιλήσει άσχημα για τον σπουδαίο προπονητή.
Έπειτα από μια μακρά θητεία στους έφηβους της Ραντνίτσκι, η πρώτη του μεγάλη προπονητική ευκαιρία ήρθε με την Παρτιζάν το 1978. Εκεί βρήκε μια καλή ομάδα -χτισμένη από τον Ζεράβιτσα στις αρχές της δεκαετίας του 1970- που είχε κερδίσει τον πρώτο της τίτλο το 1976 και νωρίτερα το ίδιο έτος το Κύπελλο Κόρατς. Και παρόλο που ο Ντράζεν Νταλίπαγκιτς είχε πάει να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία, η Παρτιζάν κέρδισε ακόμα ένα triple crown: πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας, Κύπελλο Γιουγκοσλαβίας και Κύπελλο Κόρατς.
Ο Ίβκοβιτς έκανε το ντεμπούτο του στο κορυφαίο επίπεδο του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ με στυλ. Ο πρώτος του τίτλος ήρθε κόντρα στη Ζαντάρ στον τελικό του Κυπέλλου Γιουγκοσλαβίας, οδηγώντας την ομάδα του στη νίκη με 93-86. Ακολούθησε το Κύπελλο Κόρατς με 108-98 επί της ιταλικής Ριέτι, μετά από τη σπουδαία εμφάνιση με 41 πόντους του Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς. Ο τίτλος του πρωταθλήματος ήρθε τελευταίος, καθώς η Παρτιζάν ολοκλήρωσε την κανονική περίοδο πρώτη με ρεκόρ 17-5, με κορυφαίο τον Κιτσάνοβιτς, σκοράροντας 33,7 πόντους ανά αγώνα!
Στις 11 Οκτωβρίου 1978, ο Ίβκοβιτς πραγματοποίησε το προπονητικό του ντεμπούτο στην Ευρωλίγκα κόντρα στην αλβανική Παρτιζάνι, την οποία νίκησε με 115-82. Τελικά ξεπέρασε τα 400 διεθνή παιχνίδια με τους συλλόγους του.
Σε μια σύντομη επισκόπηση της καριέρας του Ίβκοβιτς, ο Σέρβος εργάστηκε σε 12 συλλόγους: Παρτιζάν (1978-1980), Άρης (1980-1982), Ραντνίτσκι (1982-1984), Σιμπένκα (1984-1987), Βοϊβοντίνα (1987-1990), ΠΑΟΚ (1991-1994), Πανιώνιος (1994-1996), Ολυμπιακός (1996-1999), ΑΕΚ (1999-2001), ΤΣΣΚΑ Μόσχας (2001-2005), Ντιναμό Μόσχας (2005-2007), επιστροφή στον Ολυμπιακό (2010-2012) και Αναντολού Εφές (2014-2016).
Κατέκτησε το γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα με την Παρτιζάν, τρία πρωταθλήματα Ελλάδας (ένα με τον ΠΑΟΚ, δύο με τον Ολυμπιακό), τρεις τίτλους της Ρωσικής Λίγκας με την ΤΣΣΚΑ, ένα Κύπελλο Γιουγκοσλαβίας με την Παρτιζάν, τέσσερα Κύπελλα Ελλάδας (δύο με τον Ολυμπιακό, δύο με την ΑΕΚ), ένα Κύπελλο Ρωσίας με την ΤΣΣΚΑ, και ένα Κύπελλο Τουρκίας με την Εφές. Συνολικά, 14 εγχώριοι τίτλοι σε τέσσερις χώρες.
Επιπλέον, οδήγησε τις ομάδες του σε πέντε διεθνείς τίτλους: Δύο Euroleague με τον Ολυμπιακό το 1997 και το 2012, το Κύπελλο Κόρατς το 1979 με την Παρτιζάν, ένα Κύπελλο Σαπόρτα το 2000 με την ΑΕΚ και το EuroCup το 2006 με τη Ντιναμό.
Δεν απολύθηκε ποτέ και ποτέ δεν παραιτήθηκε μεσούσης της σεζόν, μέχρι να φύγει από την Εφές, για να αποχωρήσει από την προπονητική το 2016. Είναι επίσης, ο μοναδικός προπονητής που έχει κερδίσει τέσσερις διαφορετικές ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Οι τίτλοι του μιλούν από μόνοι τους, αλλά ο Ίβκοβιτς επέμενε ότι ένας προπονητής πρέπει να κρίνεται από την πλήρη καριέρα του και όχι από τους τίτλους που άφησε στις πόλεις που δούλεψε.
Ο Ίβκοβιτς δεν καυχήθηκε ποτέ, δηλώνοντας ότι είχε δημιουργήσει παίκτη, αλλά πάντα εξέφραζε τη χαρά του όταν παίκτες που είχε συνεργαστεί τον ευχαριστούσαν δημοσίως για τη βοήθεια που τους παρείχε στην ανέλιξή τους.
Άλλωστε, είχε πάντα το ταλέντο να εντοπίζει νεαρούς παίκτες, το θάρρος να δώσει ευκαιρίες σε νέους και μια καλή αίσθηση στην απόκτηση ξένων. Δεν είχε κανόνες στη μέθοδό του, αλλά πάντα έλεγε ότι «ένας προπονητής δεν μπορεί να είναι σπουδαίος χωρίς σπουδαίους παίκτες». Και πάντα επεσήμαινε ότι οι σπουδαίοι παίκτες φτάνουν στην κορυφή όχι μόνο χάρη στο ταλέντο τους, αλλά και στη θέλησή τους να δουλέψουν σκληρά και να μάθουν.
Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΘΡΙΑΜΒΟΣ
Ο Ίβκοβιτς είδε 19 χρόνια να περνούν ανάμεσα στις δύο ευρωπαϊκές του κούπες. Μετά το Κύπελλο Κόρατς με την Παρτιζάν το 1978, έπρεπε να περιμένει μέχρι το 1997 για να κερδίσει την Ευρωλίγκα με τον Ολυμπιακό.
Ο πρώτος αυτός τίτλος της EuroLeague ήρθε στις 24 Απριλίου 1997, όταν ο Ολυμπιακός νίκησε την Μπαρτσελόνα του Άιτο Γκαρσία Ρενέσες με 73-58 στον τελικό της Ρώμης, με επικεφαλής τον σπουδαίο Ντέιβιντ Ρίβερς, ο οποίος σημείωσε 26 πόντους και αναδείχθηκε MVP.
Τρία χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 2000, ο Ίβκοβιτς κατέκτησε το Κύπελλο Σαπόρτα στη Λωζάνη με την ΑΕΚ, νικώντας την Κίντερ Μπολόνια του Έτορε Μεσίνα με 83-76. Πρώτος σκόρερ ήταν ο Άντονι Μπόουι με 17 πόντους, με πολύτιμη βοήθεια από τον Μάρτιν Μούρσεπ, τον Νίκο Χατζή, τον Μιχάλη Κακιούζη και τον Δήμο Ντικούδη. Ο Ίβκοβιτς διεκδίκησε και κατέκτησε τον τέταρτο τίτλο του, το EuroCup, στις 11 Απριλίου 2006 στη Σαρλερουά με νίκη 73-60 για τη Ντιναμό Μόσχας εναντίον του πρώην συλλόγου του, Άρη. Πρωταγωνιστής του αγώνα ήταν ο Ρούμπεν Ντάγκλας και ο Μπόγιαν Πόποβιτς, με 17 πόντους ο καθένας.
Ο πέμπτος ευρωπαϊκός τίτλος ήρθε το 2012 στην Κωνσταντινούπολη. Για πρώτη φορά στην καριέρα του, ο Ίβκοβιτς επέστρεψε σε μια ομάδα όπου είχε εργαστεί προηγουμένως και η δεύτερη περίοδος του στον Ολυμπιακό ήταν λαμπρή.
Στο 28ο λεπτό του τελικού, η ΤΣΣΚΑ Μόσχας προηγείτο με 53-34, αλλά ο Ολυμπιακός συσπειρώθηκε και με ένα ξέσπασμα 18-2 μπήκε ξανά στο παιχνίδι. Με 9 δευτερόλεπτα να απομένουν, η ΤΣΣΚΑ διατηρούσε το προβάδισμα 61-60, αλλά ο Ραμούνας Σισκάουσκας έχασε ελεύθερες βολές, δίνοντας στους «ερυθρόλευκους» μία κατοχή για να κατακτήσουν τον τίτλο. Και τον κέρδισαν, καθώς χωρίς τάιμ άουτ ο Βασίλης Σπανούλης ανέλαβε την ευθύνη και τροφοδότησε τον Γιώργο Πρίντεζη για ένα αξέχαστο «πεταχτάρι» που έγραψε Ιστορία. Είναι αλήθεια ότι ο Ολυμπιακός χρειάστηκε και τη βοήθεια της τύχης γι` αυτή τη νίκη, αλλά το αντίθετο συνέβη και με τον ΠΑΟΚ του Ίβκοβιτς στον τελικό του Σαπόρτα του 1992 στη Ναντ εναντίον της Ρεάλ Μαδρίτης, όταν ο Ρίκι Μπράουν σκόραρε στην εκπνοή για να δώσει τον τίτλο στη «Βασίλισσα».
Ο ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑΣ
Ο Ντούσαν ϊβκοβιτς είναι μέλος μίας «κλειστής λέσχης» προπονητών που αναδείχθηκαν πρωταθλητές Ευρώπης τόσο σε συλλογικό επίπεδο, όσο και σε εθνικό.
Δεδομένου ότι ήταν μία από τις καλύτερες προοπτικές για τον πάγκο, σύντομα του δόθηκε η ευθύνη των γιουγκοσλαβικών εθνικών ομάδων στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986, δέχτηκε τη δουλειά ως βοηθός του Κρέσο Τσόσιτς. Το 1987, ανέλαβε ο ίδιος την ομάδα και κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στην Πανεπιστημιάδα του Ζάγκρεμπ. Την επόμενη χρονιά, κέρδισε το ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, «μαζεύοντας» μερικούς από τους μετέπειτα θρύλους της Γιουγκοσλαβίας: Τόνι Κούκοτς, Ντράζεν Πέτροβιτς, Βλάντε Ντίβατς, Ζάρκο Πάσπαλιε, Γιούρι Ζντοβιτς.
Το 1989, η ομάδα αυτή κέρδισε το χρυσό στο Ευρωμπάσκετ του Ζάγκρεμπ με αδιαμφισβήτητη κυριαρχία. Τον επόμενο χρόνο, πρόσθεσε τον παγκόσμιο τίτλο στη συλλογή του και το 1991, κατέκτησε το δεύτερο διαδοχικό EuroBasket.
Όλοι ανυπομονούσαν για τη μονομαχία μεταξύ της Dream Team και της Γιουγκοσλαβίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 στη Βαρκελώνη, αλλά ο πόλεμος χάλασε τα σχέδια για την εμφάνιση μίας ισχυρής ομάδας των «Πλάβι». Η Γιουγκοσλαβία εξαφανίστηκε και ό, τι απέμεινε από αυτήν δέχτηκε κυρώσεις που εμπόδισαν τις εθνικές ομάδες να συμμετάσχουν σε διεθνείς αγώνες για τρία χρόνια. Η επιστροφή ήρθε στην Αθήνα στο EuroBasket 1995, όπου η Γιουγκοσλαβία κέρδισε ξανά το χρυσό μετάλλιο. Σε τρία EuroBasket, η Γιουγκοσλαβία δεν έχασε ποτέ ένα παιχνίδι με τον Ίβκοβιτς στον πάγκο. Για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996, ο Ίβκοβιτς δεν ήταν πλέον προπονητής, με τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς να παίρνει τη σκυτάλη, αλλά τον Ίβκοβιτς ακόμη στον πάγκο και σε τιμητική θέση.
Επέστρεψε στην εθνική ομάδα το 2008 και κέρδισε το ασημένιο μετάλλιο στο Eurobasket του 2009 στην Πολωνία με τους Μίλος Τεόντοσιτς, Νεμάνια Μπιέλιτσα, Νόβιτσα Βελίτσκοβιτς και Μίροσλαβ Ραντούλιτσα να ξεχωρίζουν. Με αυτά τα διεθνή μετάλλια, ο συνολικός αριθμός των τίτλων για τον Ίβκοβιτς έφτασε τους 26. Ωστόσο, όπως έλεγε, η μεγαλύτερη επιτυχία του είναι η κληρονομιά που άφησε σε όλα τα μέρη που δούλευε, συν τον σεβασμό που κέρδισε από όλους όσους συνεργάστηκε.
ΤΟ ΝΒΑ ΚΑΙ O ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ-ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ
Παρόλο που ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν ήταν νέος προπονητής για να μελετήσει το κορυφαίο πρωτάθλημα μπάσκετ στον κόσμο, δεν είχε ποτέ εμμονή με το αμερικανικό μπάσκετ. Έλεγε, ότι πολλοί προπονητές υποφέρουν από μια ασταμάτητη πλημμύρα μέτριων Αμερικανών παικτών και υποστήριζε ότι αυτοί οι παίκτες στερούν στα νέα ταλέντα της Ευρώπης ένα χώρο ανάπτυξης, διακόπτοντας το μέλλον τους. Βασικά τόνιζε, ότι δεν κερδίζετε πολλά από το να έχετε αυτούς τους μέτριους παίκτες στην ομάδα σας, αλλά, αντίθετα, χάνετε πολλά μη δίνοντας την ευκαιρία στους νεότερους παίκτες.
Ο Ίβκοβιτς επικεντρωνόταν επίσης στην ψυχολογική υγεία των παικτών του και στις παρακάτω δηλώσεις του διακρίνεται όλη η προπονητική του φιλοσοφία:
«Είναι μια διαδικασία, μια καθημερινή εργασία. Προσωπικά, προτιμώ να εργάζομαι μόνος μου, χωρίς ψυχολόγο, γιατί πιστεύω ότι ένα τρίτο άτομο μεταξύ προπονητή και παίκτη δεν είναι απαραίτητο. Ο προπονητής πρέπει επίσης να είναι ψυχολόγος. Πρέπει να καταλάβει την ψυχή του παίκτη, να μπει στο κεφάλι του κάθε παίκτη και να μάθει τι υπάρχει εκεί και στην καρδιά του παίκτη. Πρέπει να τους μιλάς πολύ, μόνος ή μπροστά στην ομάδα, αλλά πάντα πρέπει να ζητάς τα περισσότερα από τους καλύτερους. Έχω δεχθεί κριτική επειδή δεν ήξερα πώς να αντιμετωπίσω τα αστέρια των ομάδων, αλλά θα έλεγα το αντίθετο: ήμουν πάντα πιο απαιτητικός από τους σταρ γιατί ήξερα τι μπορούσαν να φέρουν εις πέρας και γι ‘αυτό πετύχαμε πολλές φορές μαζί. Δεν μπορείτε να το ζητήσετε. Πρέπει να τους διδάξετε να έχουν εμπιστοσύνη και υπομονή».
ΑΠΕ/ΜΠΕ