Η κυριαρχία των ΗΠΑ στα Νόμπελ
Πώς εξηγείται η επικράτηση επιστημόνων :
Οκτώ από τα 13 βραβεία Νόμπελ 2021 είναι αμερικανικά, γεγονός που αναδεικνύει μια ιστορική κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία μπορεί να εξηγηθεί από την ισχύ των αμερικανικών πανεπιστημίων και την ικανότητά τους να προσελκύουν ταλέντα από όλον τον κόσμο.
Από την πρώτη τελετή απονομής των Νόμπελ το 1901, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εξασφαλίσει 400 βραβεία, αφήνοντας πολύ πίσω το Ηνωμένο Βασίλειο που ακολουθεί με 138 και τη Γερμανία με 111 (στους αριθμούς περιλαμβάνονται βραβεία που συνδέονται με πολλές χώρες).
«Είμαι πραγματικά ευγνώμων για τις ευκαιρίες που μου προσφέρθηκαν στη χώρα αυτή», δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ο Αρντέμ Παταπουτιάν, που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Ιατρικής 2021 μαζί με τον Ντέιβιντ Τζούλιους για τις ανακαλύψεις τους σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το νευρικό σύστημα μεταβιβάζει τη θερμοκρασία και την αφή.
Ο Παταπουτιάν, αμερικανός λιβανοαρμενικής καταγωγής, αποδίδει τη νίκη του στο δημόσιο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, όπου έκανε τις σπουδές του και δίδαξε μαζί με τον επίσης αμερικανό Ντέιβιντ Τζούλιους. Συνολικά, η ομάδα και οι καθηγητές του πανεπιστημίου αυτού έχουν κερδίσει 70 βραβεία Νόμπελ.
Τα αμερικανικά πανεπιστήμια καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις κάθε διεθνούς κατάταξης. Πρόκειται για ένα μείγμα ιδιωτικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, που λαμβάνουν μεγάλες δωρεές, και υψηλού κύρους δημόσια πανεπιστήμια.
Βασική έρευνα
Ο Σιουκούρο Μανάμπε, εκ των βραβευθέντων με το Νόμπελ Φυσικής, ο οποίος εγκατέλειψε την Ιαπωνία στη δεκαετία του ’50 και πραγματοποίησε επαναστατικές εργασίες για την υπερθέρμανση του πλανήτη στο πανεπιστήμιο Princeton, εξήγησε στους δημοσιογράφους ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες τού δόθηκε η δυνατότητα να προωθήσει τις έρευνές του εκεί όπου τον οδηγούσε η περιέργειά του, πράγμα που ήταν καθοριστικό στοιχείο της επιτυχίας του.
Φεύγοντας από τη Σκωτία για την Αμερική στη δεκαετία του ’90, ο Ντέιβιντ ΜακΜίλαν, που τιμήθηκε με το Νόμπελ Χημείας, είναι επίσης καθηγητής στο Princeton, από όπου πήρε πτυχίο και η φιλιππινο-αμερικανίδα δημοσιογράφος Μαρία Ρέσα, που τιμήθηκε, μαζί με τον ρώσο συνάδελφό της Ντμίτρι Μουράτοφ, με το Νόμπελ Ειρήνης.
Ο αμερικανο-καναδός Ντέιβιντ Καρντ, ο αμερικανο-ισραηλινός Τζόσουα Ανγκριστ (και οι δύο απόφοιτοι του Princeton) και ο αμερικανο-ολλανδός Γκουίντο Ίμπενς (απόφοιτος του Stanford) βραβεύτηκαν με το Νόμπελ Οικονομίας.
Στην καρδιά αυτών των αμερικανικών επιτυχιών βρίσκεται η χρηματοδότηση της βασικής έρευνας και των πειραματικών εργασιών με στόχο τη βελτίωση των επιστημονικών θεωριών, σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Μπάλτιμορ, βραβευμένο με το Νόμπελ Ιατρικής το 1975.
Πρόκειται για έναν «σημαντικό δείκτη», διότι, αντίθετα με την εφαρμοσμένη επιστημονική έρευνα, στην περίπτωση της βασικής έρευνας, η απόδοση της επένδυσης μπορεί να πάρει χρόνια, ακόμη και δεκαετίες, και συχνά αποδεικνύεται απρόβλεπτη.
Το βάρος στη βασική έρευνα στις Ηνωμένες Πολιτείες χρονολογείται από τα μεταπολεμικά χρόνια με τη δημιουργία του Εθνικού Ιδρύματος Επιστημών των ΗΠΑ (National Science Foundation, NSF) το 1950, που συντονίζει ακόμη σήμερα τη ροή των ομοσπονδιακών κονδυλίων προς τα αμερικανικά πανεπιστήμια.
Οι φιλανθρωπικές χορηγίες και οι ιδιωτικές δωρεές παίζουν επίσης όλο και σημαντικότερο ρόλο στη χρηματοδότηση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Αν και Κίνα αρχίζει να συναγωνίζεται τις ΗΠΑ στη χρηματοδότηση της έρευνας (496 δισεκατομμύρια έναντι 569 δισεκατομμυρίων με βάση την ισοδυναμία αγοραστικής δύναμης το 2017), το έλλειμμα ακαδημαϊκής ελευθερίας και της ικανότητας προσέλκυσης ταλέντων παραμένει πρόβλημα για την ασιατική δύναμη, σύμφωνα με τον πρόεδρο της American Chemical Society Χ.Ν. Τσενγκ (H.N. Cheng).
Το Ελντοράντο των νέων
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ωφελούνται από το στάτους της πρώτης οικονομικής δύναμης στον κόσμο.
«Για παράδειγμα, ένας επιστήμονας θα βρει περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης, όχι μόνο σε ακαδημαϊκό περιβάλλον, αλλά επίσης στη βιομηχανία, στα κυβερνητικά ή άλλα εργαστήρια», λέει ο Χ.Ν. Τσενγκ.
Τα αμερικανικά πανεπιστήμια ανταμείβουν συχνά τους λαμπρούς νέους ερευνητές προσφέροντάς τους το δικό τους εργαστήριο, υπενθυμίζει ο Μαρκ Κάστνερ, ομότιμος καθηγητής Φυσικής στο MIT.
«Στην Ευρώπη ή στην Ιαπωνία, υπάρχουν μεγάλες (ερευνητικές) ομάδες υπό τη διεύθυνση ενός πολύ έμπειρου καθηγητή και μόνο όταν αυτός παίρνει τη σύνταξή του ένας νεότερος μπορεί να αναδειχθεί. Τότε, δεν είναι αναγκαστικά η στιγμή που αυτός ο νεότερος θα έχει και τις πιο λαμπρές του ιδέες…».
Η γαλλίδα νευροβιολόγος του Harvard Κατρίν Ντιλάκ, που τιμήθηκε με το Breakthrough Prize το 2021, αμερικανικό επιστημονικό βραβείο που συνοδεύεται από 3 εκατομμύρια δολάρια, για τις έρευνές της επί του γονικού ενστίκτου, προτίμησε να μην επιστρέψει στη Γαλλία όταν τελείωσε τις σπουδές ακριβώς για τον λόγο αυτόν, είχε δηλώσει στο AFP πέρυσι.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δημιουργήσει μία εκπληκτική κουλτούρα υποδοχής», επισημαίνει ο Στέφανο Μπερτούτζι, που μετανάστευσε στις ΗΠΑ από την Ιταλία και διευθύνει την American Society for Microbiology.
Αλλά φοβάται, όπως και ο Μαρκ Κάστνερ, ότι η μείωση της μετανάστευσης συνδυασμένη με την άνοδο της ξενοφοβίας και του εθνικισμού στις ΗΠΑ θα κάνουν τη χώρα λιγότερο ελκυστική και θα απειλήσουν μακροπρόθεσμα την ηγετική της θέση στον τομέα.
Οι κινέζοι φοιτητές, για παράδειγμα, έγιναν στόχος κατά την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ εξαιτίας ανησυχιών για πράξεις κατασκοπείας.
ΑΠΕ/ΜΠΕ