Εκδήλωση τιμής και μνήμης για τα 70 χρόνια από την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη,
Περισσός:
«Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, (…) είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ’ αυτές. Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω»
Εβδομήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα (χτες) από την εκτέλεση, στις 30 Μάρτη του 1952, του ήρωα κομμουνιστή Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του Ηλία Αργυριάδη, Νίκο Καλούμενο και Δημήτρη Μπάτση, με την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ να πραγματοποιεί μια λιτή εκδήλωση τιμής και μνήμης παρουσία μελών και στελεχών του Κόμματος, στην έδρα της στον Περισσό.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στον προαύλιο χώρο του κτιρίου, μπροστά στο μνημείο για τον Ν. Μπελογιάννη, έργο του Μέμου Μακρή, το όποιο βρισκόταν στη Βουδαπέστη, στην οδό Μπελογιάννη 17, αλλά αποκαθηλώθηκε από την ουγγρική κυβέρνηση μετά τις ανατροπές. Με τη φροντίδα των συντρόφων της Ουγγαρίας περιφρουρήθηκε, μεταφέρθηκε και παραδόθηκε στην ΚΕ του ΚΚΕ, κοσμώντας πλέον την έδρα της.
Εκ μέρους της Κεντρικής Επιτροπής κατέθεσε λουλούδια στο Μνημείο ο γγ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας και μίλησε ο Κώστας Σκολαρίκος, μέλος της ΚΕ και υπεύθυνος του Τμήματος Ιστορίας, ενώ ακόμα όλοι οι παρευρισκόμενοι άφησαν από ένα κόκκινο γαρίφαλο.
Επίσης, σήμερα το πρωί, αντιπροσωπεία της Κομματικής Οργάνωσης Αττικής του ΚΚΕ, με επικεφαλής τον Θοδωρή Χιώνη, μέλος του ΠΓ της ΚΕ και γραμματέα της ΚΟ Αττικής του Κόμματος, κατέθεσε λουλούδια στο μνημείο που έχει στηθεί στο σημείο της εκτέλεσης στο Πάρκο Γουδή.
Τέλος, ο γγ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας θα επισκεφτεί, την Κυριακή 3 Απρίλη, την Αμαλιάδα, γενέτειρα του Ν. Μπελογιάννη, όπου θα μιλήσει σε πολιτική εκδήλωση της ΕΠ Δυτικής Ελλάδας του ΚΚΕ, στην πλατεία Μπελογιάννη.
Η ομιλία του Κώστα Σκολαρίκου
Ο Μπελογιάννης γεννήθηκε το 1915 στην Αμαλιάδα και μαθητής ακόμα εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ. Το 1932 μπήκε στη Νομική Σχολή και το 1934 έγινε μέλος του Κόμματος. Όπως και οι άλλοι κομμουνιστές του Μεσοπολέμου, ο Μπελογιάννης σφυρηλατήθηκε από τις σκληρές ταξικές αναμετρήσεις και τις διώξεις της καπιταλιστικής εξουσίας.
Τον Μάρτη του 1936 εξορίστηκε στην Ίο, ενώ παράλληλα αποβλήθηκε από τη Νομική. Τον Ιούλη επέστρεψε από την εξορία και στάλθηκε με χρέωση στην Πάτρα. Τον Οκτώβρη και ενώ είχε επιβληθεί το καθεστώς Μεταξά, κατατάχτηκε στον στρατό και ανέλαβε γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης. Τον Δεκέμβρη πιάστηκε και καταδικάστηκε, αλλά, παρά τα βασανιστήρια, δεν αποκάλυψε τους συντρόφους του.
Μετά την απελευθέρωσή του στάλθηκε σε Πειθαρχικό Λόχο στον Άσσο Κεφαλλονιάς, απ’ όπου έφυγε τον Ιούλη του 1937. Επέστρεψε στην Πάτρα, όπου δούλεψε στην παρανομία ως οργανωτής της Περιφερειακής Επιτροπής Πάτρας και μετά ως Γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής Ηλείας – Ολυμπίας – Ζακύνθου.
Τον Μάη του 1938 συνελήφθη. Φυλακίστηκε στην Αίγινα και μετά στην Ακροναυπλία, όπου τον βρήκε η τριπλή φασιστική Κατοχή. Παραδόθηκε στις Αρχές Κατοχής και μεταφέρθηκε στα ιταλικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το 1943 απέδρασε από το νοσοκομείο «Σωτηρία» και ανέλαβε γραμματέας της ΚΟ Πάτρας και μετά οργανωτής του Γραφείου Περιοχής στη Νότια Πελοπόννησο. Το 1944, το Γραφείο
αποφάσισε να τοποθετηθεί Καπετάνιος στη Μεραρχία του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου.
Μετά από την απελευθέρωση, ως μέλος του Γραφείου Περιοχής ήταν υπεύθυνος Τύπου και Διαφώτισης, έχοντας ευθύνη για την καθοδήγηση Οργανώσεων και την έκδοση της εφημερίδας Λεύτερος Μωρηάς.
Τον Δεκέμβρη του 1946 κατατάχτηκε στον Δημοκρατικό Στρατό. Το 1947 τοποθετήθηκε στον τομέα Διαφώτισης του Γενικού Αρχηγείου, μετά ανέλαβε υποδιοικητής της Σχολής Αξιωματικών και ύστερα Πολιτικός Επίτροπος της 102ης Ταξιαρχίας, της 10ης και της 1ης Μεραρχίας. Μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ, πήρε και αυτός, όπως χιλιάδες άλλοι μαχητές τον δρόμο της προσφυγιάς. Εκεί έγραψε:
«Ο καιρός περνάει με διάβασμα και με την προσμονή να ριχτούμε (…) στη δουλειά και στη δράση».
Η ώρα αυτή δεν άργησε να έρθει. Το Κόμμα προσανατολίστηκε στη συγκρότηση παράνομων Κομματικών Οργανώσεων. Η δράση σε συνθήκες ήττας και υποχώρησης του κινήματος, σκληρών διώξεων και εκτελέσεων απαιτούσε αυξημένη επαγρύπνηση, πρωτοβουλία και αποφασιστικότητα, αυταπάρνηση, ικανότητα ανάπτυξης γερών δεσμών με το εργατικό – λαϊκό κίνημα, επιτυχή συνδυασμό της παράνομης με τη νόμιμη δουλειά. Γι’ αυτό, η δράση του Κόμματος στην Ελλάδα στηρίχθηκε και ενισχύθηκε με την αποστολή των καλύτερων στελεχών του Κόμματος.
Το 1950, στην 7η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής, ο Μπελογιάννης εκλέχθηκε αναπληρωματικό μέλος της και στις 7 Ιούνη έφτασε παράνομα στην Ελλάδα. Αποστολή του ήταν η αναδιοργάνωση των παράνομων Οργανώσεων, που δέχονταν χτυπήματα από την Ασφάλεια, τα οποία καλλιεργούσαν κλίμα καχυποψίας και συγχύσεων. Στελέχη του Κόμματος θεωρούσαν ύποπτο τον Νίκο Πλουμπίδη, που
είχε την ευθύνη της καθοδήγησής τους, ενώ οι ΕΠΟΝίτες είχαν προχωρήσει στη δημιουργία αυτονομημένου καθοδηγητικού κέντρου.
Ο Μπελογιάννης ήρθε αντιμέτωπος με αυτές τις δυσκολίες, έδωσε όλες τις δυνάμεις του για την ανάπτυξη των Οργανώσεων, ενεργώντας ορισμένες φορές παράτολμα. Στο ίδιο πλαίσιο, δεν τήρησε την κομματική εντολή να μη συνδεθεί με τις υπάρχουσες Οργανώσεις που θεωρούνταν διαβρωμένες από την Ασφάλεια.
Τον Δεκέμβρη του 1950 συνελήφθη και πάλι. Για δέκα μήνες κρατήθηκε στην απομόνωση, αλλά στάθηκε ανυποχώρητος, απορρίπτοντας δελεαστικές προτάσεις.
Όπως υποστήριξε αργότερα:
«Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, (…) είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ’ αυτές. Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω»
Τότε, το Κόμμα επιδίωξε να οριστούν οι Μπελογιάννης και Πλουμπίδης ως υποψήφιοι της ΕΔΑ στις επερχόμενες εκλογές, προκειμένου να δημιουργήσει πρόσθετα εμπόδια στην εκτέλεση της αναμενόμενης θανατικής καταδίκης του Μπελογιάννη και να ισχυροποιήσει την πολιτική πίεση για πολιτική αμνηστία. Ωστόσο, αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις που συμμετείχαν στην ΕΔΑ αντέδρασαν και τελικά απέτρεψαν αυτόν το σχεδιασμό.
Στις 19 Οκτώβρη 1951 ξεκίνησε η δίκη του Μπελογιάννη και άλλων 93 μελών και στελεχών του ΚΚΕ, στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών με βασική κατηγορία την παράβαση του Αναγκαστικού Νόμου 509, με τον οποίο είχε κηρυχθεί παράνομο το ΚΚΕ.
Ο Μπελογιάννης, απολογούμενος, είπε: «Είμαι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτήν δικάζομαι. (…) Στο πρόσωπό μου δικάζεται η πολιτική του ΚΚΕ. Αυτά που θα πω δεν έχουν σκοπό να αναιρέσουν την ενοχή μου, αλλά να υποστηρίξουν την πολιτική γραμμή του κόμματος. (…) Το ΚΚΕ έχει ρίζες στον λαό ποτισμένες με αίμα. Και δεν εξοντώνεται, ούτε με στρατοδικεία, ούτε με εκτελεστικά αποσπάσματα».
Στις 16 Νοέμβρη 1951 εκδόθηκε η απόφαση, με την οποία δώδεκα κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο. Μια μέρα πριν, δημοσιεύτηκε η ανακάλυψη των ασυρμάτων του παράνομου κομματικού μηχανισμού στη Γλυφάδα και την Καλλιθέα. Η υπόθεση των ασυρμάτων χρησιμοποιήθηκε, ώστε να μεθοδευτεί νέα δίκη, με βασική κατηγορία την παράβαση του ΑΝ 375 “περί κατασκοπείας” που “εξασφάλιζε” την εκτέλεση των καταδικασμένων σε θάνατο.
Στο ενδιάμεσο, ο Μπελογιάννης μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα, όπου ολοκλήρωσε το βιβλίο του Σχέδιο για μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Η δεύτερη δίκη ξεκίνησε στις 15 Φλεβάρη 1952. Σε αυτή είπε: «Εμείς πιστεύουμε στην πιο σωστή θεωρία που διανοήθηκαν τα πιο προοδευτικά μυαλά της ανθρωπότητας. Και η προσπάθειά μας, ο αγώνας μας, είναι να γίνει αυτή η θεωρία πραγματικότητα για την Ελλάδα και τον κόσμο ολόκληρο.(…).
Αγαπάμε την Ελλάδα και τον λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. (…)
Ακριβώς αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες, χωρίς πείνα και πόλεμο (…) και, όταν χρειαστεί, θυσιάζουμε και τη ζωή μας».
Την 1η του Μάρτη εκδόθηκε η απόφαση του Στρατοδικείου. Ο Νίκος Μπελογιάννης και 7 σύντροφοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Στις 28 Μάρτη το Συμβούλιο Χαρίτων απέρριψε την αίτηση του Μπελογιάννη.
Πάρα τις διεθνείς αντιδράσεις εκατομμυρίων εργαζομένων, συνδικάτων, επιστημονικών φορέων, κομμάτων αλλά και προσωπικοτήτων όπως οι Πάμπλο Πικάσο, Πολ Ελιάρ, Λουί Αραγκόν, Πάμπλο Νερούντα, Τσάρλι Τσάπλιν, Ναζίμ Χικμέτ και πολλοί άλλοι, η κυβέρνηση Πλαστήρα προχώρησε στην εκτέλεσή του.
Με τη θυσία του, ο Νίκος Μπελογιάννης έγινε σύμβολο της ανάγκης διαφύλαξης της αυτοτέλειας και της ανυποχώρητης επαναστατικής πάλης του Κόμματος σε όλες τις συνθήκες. Γι’ αυτό και στο πρόσωπό του τιμάμε τη θυσία όλων των κομμουνιστών, όλων των αλύγιστων της ταξικής πάλης. Εξάλλου, όπως σημείωσε ο ίδιος «Η περίπτωσή μου δεν είναι μοναδική. Είναι πολλές, πάρα πολλές».