Ανδρέα Σερράνο: οι ελληνικές ρίζες, η απώλεια την όρασης και η διδασκαλία ελληνικών χορών
Όταν η αγάπη για τον τόπο σου σε κάνει να χορεύεις με τα μάτια της ψυχής:
Με ρίζες ελληνικές από το νησί της Σάμου, η Ανδρέα Σερράνο άρχισε να χάνει σταδιακά την όρασή της από την τρυφερή παιδική ηλικία των οχτώ ετών – Η αγάπη για το Καρλόβασι και την Κρήτη και το όνειρο για υπηκοότητα
Με ρίζες ελληνικές από το νησί της Σάμου, η Ανδρέα Σερράνο άρχισε να χάνει σταδιακά την όρασή της από την τρυφερή παιδική ηλικία των οχτώ ετών, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα και να μάθει αρχικά να μιλάει ελληνικά και στη συνέχεια όχι μόνο να χορεύει αλλά και να διδάσκει ελληνικούς χορούς (μια δραστηριότητα που έχει ανασταλεί προσωρινά λόγω πανδημίας).
«Είχα ήδη χάσει πλήρως την όρασή μου, όταν αποφάσισα να μάθω ελληνικά και χορούς και μού ήταν δύσκολο αλλά έπρεπε να μάθω έτσι κι αλλιώς. Για εμένα δεν υπήρχε άλλη επιλογή γιατί η ψυχή μου είναι ελληνική και το αίμα μου ελληνικό. Αισθάνομαι Ελληνίδα», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Κινητήρια δύναμη κι αυτό που δίνει «φτερά» στα πόδια της κάθε φορά που σηκώνεται να χορέψει στους ρυθμούς ενός ελληνικού τραγουδιού είναι η αίσθηση ότι έρχεται ένα βήμα πιο κοντά στην Ελλάδα. «Το να χορεύω ελληνικούς χορούς και να μιλάω την ελληνική γλώσσα με κάνει να νιώθω ακόμη πιο κοντά στην πατρίδα της καρδιάς μου», τονίζει και περιγράφει με ενθουσιασμό τη μεγάλη χαρά που αυτή η διαδικασία, όπως λέει, πλημμυρίζει την ψυχή της. Αγαπημένος της χορός είναι το χασάπικο, ενώ της αρέσει επίσης ο συρτός, ο καλαματιανός, το ζεϊμπέκικο, αλλά και η ελληνική παραδοσιακή μουσική.
Είναι, μάλιστα, τέτοια η αγάπη της για την ελληνική μουσική, που την ακούει όλη μέρα, όπως χαρακτηριστικά λέει, ενώ αποκαλύπτει πως πολλές φορές σιγοτραγουδάει τα τραγούδια της Μελίνας Ασλανίδου, την οποία αγαπά πολύ, αλλά και του Γιώργου Νταλάρα, που είναι ο αγαπημένος της τραγουδιστής.
«Έμαθα ελληνικά γιατί είναι η ρίζα μου»
Η Ανδρέα Σερράνο -όπως και πολλοί άλλοι στην Αργεντινή και ευρύτερα στη Λατινική Αμερική- οφείλει τη γνώση των ελληνικών της στην ελληνική πολιτιστική οργάνωση «ΝΟΣΤΟΣ», που ίδρυσε πριν από μια δεκαπενταετία η δραστήρια ομογενής γιατρός Χριστίνα Τσαρδίκου.
«Μιλάω κάποια ελληνικά αλλά καταλαβαίνω πολύ καλύτερα», λέει η Ανδρέα Σερράνο κι εξηγεί γιατί ήταν σημαντικό για την ίδια να μάθει τη γλώσσα, την αγάπη για την οποία πήρε από τον παππού της. «Είναι το αίμα μου, οι ρίζες μου. Είναι πολύ σημαντικό για εμένα να μιλάω ελληνικά», τονίζει και χαρακτηρίζει την όλη διαδικασία μια «μικρή οδύσσεια» εξαιτίας του γεγονότος ότι πλέον δεν βλέπει τίποτα και η διαδικασία της μάθησης γι’ αυτήν είναι πιο δύσκολη- αλλά όχι ακατόρθωτη όπως περίτρανα αποδεικνύει η γυναίκα αυτή με την ατσάλινη θέληση.
Η αγάπη για το Καρλόβασι και την Κρήτη και το όνειρο για υπηκοότητα
Κι αν από τον παππού της κληρονόμησε την αγάπη για τη γλώσσα, από τη μητέρα της πήρε την αγάπη για την ελληνική κουζίνα. Αγαπημένο της φαγητό είναι ο μουσακάς κι έχει αδυναμία στα γλυκά και ιδιαίτερα στο γαλακτομπούρεκο αλλά και τα …εορταστικά μελομακάρονα. Δηλώνει επίσης λάτρης της κρητικής κουζίνας, τον πλούτο της οποίας είχε την ευκαιρία να δοκιμάσει στη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Κρήτη μαζί με την κόρη της (σ.σ. έχει κι έναν γιο) και μια φίλη της. Της αρέσουν ιδιαίτερα τα Χανιά και παρόλο που η οχτάωρη πεζοπορία στο φαράγγι της Σαμαριάς ήταν σωματικά επίπονη, δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτή τη μοναδική, όπως την περιγράφει, εμπειρία.
Η αγάπη για το Καρλόβασι, εκεί που είναι οι ρίζες της, και την Κρήτη την κάνει να ανυπομονεί να επιστρέψει για ένα ακόμη ταξίδι στην Ελλάδα (την έχει επισκεφθεί δυο φορές) και ν’ ανακαλύψει ακόμη περισσότερες γωνιές της.
Το μεγάλο όνειρό της, ωστόσο, είναι να πάρει την ελληνική υπηκοότητα και ήδη εδώ και δύο χρόνια, όπως τονίζει, έχει καταθέσει όλα τα απαραίτητα έγγραφα στις αρμόδιες προξενικές αρχές. «Έχω κάνει τα χαρτιά μου εδώ και δύο χρόνια και περιμένω απάντηση στην αίτησή μου. Κατέθεσα τον πλήρη φάκελο των εγγράφων που απαιτούνταν και περιμένω. Το όνειρό μου είναι να πάρω θετική απάντηση. Δεν χάνω ποτέ την ελπίδα!», αναφέρει χαρακτηριστικά και κλείνει τη συνέντευξη με την ευχή ν’ αφήσουμε πίσω την πανδημία με τη νέα χρονιά ώστε να μπορέσει να ταξιδέψει στην αγαπημένη της Ελλάδα.