Η λύση στο αστικό περιβάλλον βρίσκεται στη λεγόμενη ένεση (trunk injection) των εντομοκτόνων
Για την αντιμετώπιση του σκαθαριού Galerucella luteola, στις φτελιές των οδών Τσιμισκή και Αλ. Σβώλου:
Δικαιολογημένο θεωρεί ο αντιπρύτανης ακαδημαϊκών υποθέσεων καθηγητής του τμήματος Γεωπονίας, Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Δημήτρης Κωβαίος το κόψιμο και την αντικατάσταση των φτελιών στο κέντρο της Θεσσαλονίκης ιδίως εάν συντρέχουν σοβαροί λόγοι που τις καθιστούν… επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία. Διαφορετικά, υπογραμμίζει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ αιωνόβια δέντρα που ζουν για περισσότερα από 500 χρόνια και αποτελούν μέρος της ιστορίας και της ταυτότητας της πόλης, «δεν πρέπει να κόβονται».
Ο καθηγητής του ΑΠΘ κλήθηκε να καταθέσει την επιστημονική του άποψη σχετικά με την παρουσία του σκαθαριού Galerucella luteola, στις φτελιές των οδών Τσιμισκή και Αλ. Σβώλου και τόνισε χαρακτηριστικά ότι «το κόψιμο των φτελιών είναι δικαιολογημένο εάν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που καθιστούν τα δέντρα επικίνδυνα για τους πολίτες της πόλης».
Στη σωστή κατεύθυνση οι ενέργειες αντιμετώπισης του εντόμου/σκαθαριού
Οι άνθρωποι που ασχολούνται με το θέμα της αντιμετώπισης του εντόμου είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ «κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους και όλα αυτά που αναφέρουν στην έκθεσή τους, αλλά και τα μέτρα που λήφθηκαν είναι σωστά… Αν και δεν γνωρίζω την ακριβή αιτία που τους οδήγησε στην απόφαση για το κόψιμο και αντικατάσταση των φτελιών, ωστόσο εκτιμώ ότι πιθανώς θα υπάρχουν σοβαροί λόγοι… Όσοι ασχολούνται με το ζήτημα είναι ιδιαίτερα καλοί επιστήμονες και τεχνικοί, με πολύχρονη εμπειρία και έχουν την κατάλληλη επιστημονική γνώση».
Γιατί όμως, παρά τα μέτρα που έχουν ληφθεί, οι πληθυσμοί του εντόμου/σκαθαριού παραμένουν σε υψηλά επίπεδα; «Μπορεί κάτι στην εφαρμογή των μέτρων να διαφεύγει της προσοχής κάποιας τεχνικής λεπτομέρειας και λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες λόγω του μεγάλου ύψους και της ηλικίας των δέντρων, να μην έχει επιτευχθεί το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Είναι πολύ εύκολο να εφαρμόζονται μέτρα αντιμετώπισης σε μικρά-νεαρά δέντρα με περιορισμένη κόμη και πολύ δύσκολο να εφαρμόζονται τα ίδια μέτρα σε μεγάλης ηλικίας και ψηλά δέντρα», επισημαίνει.
Όπως είπε χαρακτηριστικά, «όταν σε έναν ασθενή δίνεις φάρμακο, πρέπει να του το δώσεις την κατάλληλη στιγμή και στη σωστή δόση. Όταν μάλιστα ο ασθενής είναι μεγάλης ηλικίας και… ψηλά δέντρα, τότε η αντιμετώπιση γίνεται ιδιαίτερα δύσκολη», σημειώνει.
Ποιο είναι και ποιες οι συνέπειες του εντόμου Galerucella luteola στις φτελιές
Το έντομο Galerucella luteola, σύμφωνα με τον καθηγητή του ΑΠΘ, είναι ένα σκαθάρι και αποτελεί ενδημικό είδος στην Ευρώπη. Τρέφεται με τα φύλλα των φτελιών, ενώ δεν προκαλεί με την τροφική του δραστηριότητα τον θάνατο της φτελιάς. «Η ύπαρξή του ναι μεν προκαλεί καταστροφή φύλλων και εξασθένιση των δέντρων, ωστόσο το έντομο αυτό δεν προκαλεί τον θάνατο των δέντρων», σημειώνει ο Δημήτρης Κωβαίος.
«Ποτέ δεν θα πεθάνει ένα δέντρο, πρόσθεσε, αποκλειστικά από την τροφική δραστηριότητα του συγκεκριμένου εντόμου». Επισήμανε όμως ότι η ύπαρξή του το αποδυναμώνει, το εξασθενίζει, «αλλά δεν το νεκρώνει». Συμπλήρωσε ωστόσο ότι λόγω της εξασθένισης ένα δέντρο μπορεί να καταστεί επικίνδυνο για τους πολίτες, μπορεί δηλαδή να αποκτήσει κλίση και με δυνατούς ανέμους να πέσει ή να σπάσουν κλαδιά του και να προκληθούν μεγάλα ή μικρά ατυχήματα.
Έχει παρατηρηθεί σε άλλες χώρες, ότι η παρουσία του εντόμου και η προκαλούμενη με την τροφική του δραστηριότητα εξασθένιση των φτελιών, μπορεί να συνοδεύεται και από προσβολή από «σκολύτες» δλδ ξυλοφάγα έντομα, τα οποία μεταδίδουν την «ολλανδική ασθένεια» της φτελιάς.
Σε αυτές τις περιπτώσεις «όντως το κόψιμο και η αντικατάσταση των δέντρων είναι μια διαδικασία αναγκαία, αφού η ύπαρξη σκολυτών και της ασθένειας, μπορεί να προκαλέσουν τον θάνατο των δέντρων. Το κόψιμο των ασθενών δέντρων σε τέτοιες περιπτώσεις, παρεμποδίζει την εξάπλωση της ασθένειας στα υγιή και δυστυχώς πρέπει να γίνεται», υπογραμμίζει.
Πότε είναι η κατάλληλη περίοδος αντιμετώπισης; Μπορούν να εξολοθρευθούν;
Τον χειμώνα που οι φτελιές δεν έχουν φύλλα, τα ενήλικα έντομα βρίσκονται σε αδράνεια (οι προνύμφες πεθαίνουν), που σημαίνει σύμφωνα με τον καθηγητή του ΑΠΘ ότι, ακόμη και μια μέρα με υψηλές θερμοκρασίες, τα έντομα συνεχίζουν να βρίσκονται σε αδράνεια και δεν ξυπνάνε. Η προσαρμογή αυτή τα επιτρέπει να επιβιώνουν, παρά την έλλειψη της τροφής (φύλλων) τον χειμώνα.
Τα ενήλικα έντομα αυτά που έχουν εγκατασταθεί στις φτελιές στο κέντρο της πόλης, ξυπνούν (επαναδραστηριοποιούνται) την άνοιξη και εναποθέτουν τα αβγά τους στην κάτω επιφάνεια των φύλλων του δέντρου. Αυτό συμβαίνει κάπου τον Απρίλιο ή Μάιο ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και τη θερμοκρασία. Έτσι αρχίζει η πρώτη γενιά του εντόμου.
Τον χειμώνα πάντως που τα έντομα κοιμούνται-βρίσκονται σε αδράνεια», είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστούν, αφού κατά την αναζήτηση προφυλαγμένων θέσεων για να διαχειμάσουν, επιλέγουν «από τις ρωγμές των δέντρων και το έδαφος, μέχρι και τις σχισμές παρακείμενων μπαλκονιών. Βρίσκονται λοιπόν σε τέτοιες θέσεις τον χειμώνα, που δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν και θανατωθούν», τονίζει.
Όμως, με κατάλληλη παρακολούθηση (monitoring), μπορεί να διαπιστώνεται η απόθεση των αβγών την Ανοιξη, από τα οποία θέλουν περίπου μία εβδομάδα για να εκκολαφθούν οι προνύμφες. «Επομένως, η περίοδος εκκόλαψης των αβγών (προνυμφών) την Άνοιξη, ανάλογα με τη θερμοκρασία, είναι η κατάλληλη περίοδος για να γίνει η επέμβαση με κατάλληλα εντομοκτόνα και μεθόδους, ώστε να υπάρξει αποτελεσματική αντιμετώπιση και έτσι σταδιακά οι πληθυσμοί να μειωθούν» επισημαίνει.
Ποια είναι η σωστή αντιμετώπιση
Επισημαίνοντας, ότι μέσα στην πόλη δεν επιτρέπεται η χρήση εντομοκτόνων ψεκασμών με εντομοκτόνα που χρησιμοποιούνται στις γεωργικές καλλιέργειες για την αντιμετώπιση των βλαβερών εντόμων, επειδή τίθεται σε κίνδυνο η δημόσια υγεία, ο καθηγητής του ΑΠΘ αναφέρει ότι υπάρχουν μέθοδοι που μπορούν να εφαρμοστούν με ασφάλεια.
«Η λύση στο αστικό περιβάλλον βρίσκεται στη λεγόμενη ένεση (trunk injection) των εντομοκτόνων», σημειώνει ο ίδιος και τονίζει ότι εφόσον τα δέντρα που χρήζουν θεραπείας δεν παράγουν εδώδιμο προϊόν «δύνανται να χρησιμοποιηθούν τα πιο αποτελεσματικά εντομοκτόνα με ένεση στον κορμό και τα κλαδιά των δέντρων. Είναι πραγματικά μια πολλή σωστή προσέγγιση. Με αυτή τη μέθοδο τα εντομοκτόνα δεν θα διαφύγουν και δεν θα επηρεάσουν στο αστικό περιβάλλον, θα παραμείνουν αποκλειστικά και μόνο στα δέντρα και έτσι δεν θα επηρεαστεί η δημόσια υγεία».
Μια δεύτερη λύση είναι η εφαρμογή εντομολογικής κόλλας, που δεν στεγνώνει, χρησιμοποιείται ευρέως στη γεωργία, δεν βλάπτει τους ανθρώπους και εφαρμόζεται με πινέλο σε ζώνες πάνω στον κορμό και τα κλαδιά των δέντρων, πριν την έκπτυξη των φύλλων. «Έτσι όταν τα έντομα μετακινούνται προς τα φύλλα, παγιδεύονται. Πρόκειται για ένα πολύ φθηνό υλικό, που διατηρείται επάνω στα δέντρα για μεγάλο χρονικό διάστημα και μπορεί να δώσει σημαντικά θετικά αποτελέσματα για την καταπολέμηση». Βεβαίως η εφαρμογή όλων αυτών των μέτρων, ιδιαίτερα σε ψηλά δέντρα είναι δύσκολη και επίπονη εργασία» τονίζει.
Πώς ήρθε το θέμα στην επιφάνεια
Ο Εμπορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης ήταν ο πρώτος φορέας που ανησύχησε για τις φτελιές και απευθύνθηκε στο δήμο Θεσσαλονίκης, ύστερα από διαμαρτυρίες των μελών του, «για το πρόβλημα στην οδό Τσιμισκή από τα έντομα που καταστρέφουν τα δέντρα και κατακλύζουν τα πεζοδρόμια και τις εισόδους των καταστημάτων, αποτελώντας εστία μόλυνσης με κίνδυνο την υγεία των πολιτών. Με επιστολή του ζήτησε από τις αρμόδιες υπηρεσίες του δήμου Θεσσαλονίκης να μεριμνήσουν άμεσα για τον εντατικό καθαρισμό των σημείων στα οποία παρουσιάζεται το πρόβλημα.
Άμεση ήταν η ανταπόκριση της Διεύθυνσης καθαριότητας και μηχανικών μέσων του δήμου Θεσσαλονίκης, που εγγράφως επίσης ενημέρωσε τον ΕΣΘ ότι πραγματοποιείται συστηματικό σάρωμα σε όλες τις βάρδιες, πρωί-μεσημέρι-βράδυ, ενισχύονται οι προσπάθειες με πρόσθετους εργάτες για την όσο το δυνατόν καλύτερη απόδοση.
Η διεύθυνση διαχείρισης πράσινου και περιβάλλοντος του δήμου Θεσσαλονίκης, έστειλε και αυτή επιστολή στον ΕΣΘ, με πλήρη ανάλυση των αιτιών του προβλήματος που προκαλεί το συγκεκριμένο έντομο στα δέντρα, τις δυσκολίες που παρουσιάζει η εξόντωσή του, τις μεθόδους που έχουν χρησιμοποιηθεί τα τελευταία χρόνια σε συνεργασία με επιστημονικό προσωπικό, ενημερώνοντας για τη σταδιακή αντικατάσταση των δέντρων σε βάθος πενταετίας.
Η ίδια διεύθυνση, ανέφερε σε επιστολή της στον ΕΣΘ ότι η απαγόρευση της χρήσης χημικών σκευασμάτων στον αστικό ιστό καθιστά πολύ δύσκολη έως αδύνατη την πλήρη εξόντωσή του εντόμου στις φτελιές επί των οδών Τσιμισκή και Σβώλου.
Ενημέρωνε μάλιστα ότι τα τελευταία χρόνια που υφίσταται το πρόβλημα, η υπηρεσία και το επιστημονικό της προσωπικό σε συνεργασία και με άλλους επιστημονικούς φορείς και οργανισμούς, όπως ΕΘΙΑΓΕ και ΑΠΘ, έχει εφαρμόσει πολλές διαφορετικές μεθόδους για την καταπολέμηση του, όπως μεταξύ άλλων, ενδοθεραπεία με ενέσεις, βιολογικά σκευάσματα και εφαρμογή ειδικών ταινιών με κόλλα, που όμως δεν εξολόθρευσαν το έντομο.
Στα παεζοδρόμια της Τσιμισκή έχουν μετρηθεί 414 δέντρα, εκ των οποίων τα 400 ήταν Φτελιές και τα υπόλοιπα 14 είναι λατάνια και [υγράμπαρες. Η αντιδημαρχία Περιβάλλοντος διαπιστώνοντας ότι δεν ήταν εφικτό να βρεθεί λύση στο πρόβλημα ξεκίνησε τη σταδιακή αντικατάσταση της δεντροστοιχίας της Τσιμισκή με κοπές των πιο επικίνδυνων φτελιών και την αντικατάσταση τους με δένδρα του είδους Celtis australis(μελικουκιά). Η επιλογή του συγκεκριμένου είδους έγινε λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν προσβάλλεται από το σκαθάρι και αναπτύσσεται χωρίς προβλήματα στις συνθήκες του περιβάλλοντος της πόλης της Θεσσαλονίκης. Η «κελτίδα» έχει δείξει ιδιαίτερη προσαρμοστικότητα στο κλίμα της πόλης, με πολύ καλή στατικότητα και πλούσια κόμη.
Έχουν ήδη αντικατασταθεί 81 φτελιές και φυτεύτηκαν οι αντίστοιχες κελτίδες. Επίσης με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου Θεσσαλονίκης κόπηκαν το 2022, 42 φτελιές και θα φυτευτούν σύντομα στη θέση τους τα νέα δένδρα. Με το που εκδοθούν οι απαραίτητες άδειες θα προχωρήσουν και άλλες κοπές δέντρων, με απώτερο στόχο την πλήρη αντικατάσταση της δενδροστοιχίας σε βάθος πενταετίας.