Υπάρχει μια βιασύνη στη χαλάρωση των μέτρων
Στη μάχη κατά της πανδημίας:
«Υπάρχει μια βιασύνη στη χαλάρωση των μέτρων κάτι το οποίο εμένα προσωπικά δεν με βρίσκει σύμφωνο γιατί από την αρχή της πανδημίας έχουμε πει ότι τα μέτρα πρέπει να προσαρμόζονται στην πορεία της πανδημίας», τόνισε ο καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιάννης Τούντας, ο οποίος, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 κι 105,8 και στη Μαρία Γεωργίου, εξέφρασε τη διαφωνία του με την κατάργηση του διοικητικού προστίμου των 100 ευρώ στους ανεμβολίαστους άνω των 60 ετών.
«Όταν η πανδημία μειώνεται, χαλαρώνουμε και τα μέτρα. Όταν είμαστε σε αυξητική τάση ή σε κάποια έξαρση, ενισχύουμε τα μέτρα ή τουλάχιστον τα διατηρούμε. Τώρα, από τις 8 Μαρτίου παρατηρείται μια έξαρση του επιδημικού κύματος η οποία πρέπει να μας προβληματίσει και δεν νομίζω ότι πρέπει να οδηγεί σε πρόωρες αποφάσεις για χαλάρωση μέτρων», εξήγησε ο ίδιος.
Σύμφωνα με τον ίδιον, μπορεί να μην παρουσιάζουν αυξητική τάση οι αριθμοί των διασωληνωμένων ασθενών και των θανάτων από κορονοϊό, αλλά «μην ξεχνάμε ότι οι θάνατοι και οι διασωληνωμένοι αυξάνονται περίπου 20 με 30 ημέρες μετά την αύξηση των κρουσμάτων».
Επομένως, όπως είπε, «μπορεί τις επόμενες 10- 15 ημέρες να δούμε μια αύξηση και σε αυτούς τους κρίσιμους σκληρούς επιδημιολογικούς δείκτες». «Αν δούμε αύξηση, δεν θα είναι μεγάλη, διότι τουλάχιστον αυτό που μπορούμε να προσμετρήσουμε ως θετικό είναι ότι η Όμικρον 2 που τείνει σιγά-σιγά να εκτοπίσει την Όμικρον, είναι 30% με 40% πιο μολυσματική, αλλά από ότι φαίνεται είναι λιγότερο τοξική, λιγότερο παθογόνα. Επομένως η οποιαδήποτε παρατηρηθεί αυτό το διάστημα, δεν θα οδηγήσει στην ίδια αναλογική αύξηση των διασωληνωμένων και των θανάτων όπως στο παρελθόν», διευκρίνισε.
Επιπλέον, ο κ. Τούντας ανέφερε ότι παράλληλα με τη χαλάρωση μέτρων, πρόβλημα προκαλεί και ο μικρός αριθμός εμβολιασμών που καταγράφεται καθημερινά. «Η διαφορά μας με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι ότι υπολειπόμαστε σε ποσοστά εμβολιασμένων, κυρίως στις κρίσιμες μεγάλες ηλικίες. Σε Δανία και Πορτογαλία έχει εμβολιαστεί το 100% του πληθυσμού άνω των 65%. Εμείς είμαστε στο 80% όσον αφορά τις 2 δόσεις και στο 70% σε ό,τι αφορά και την τρίτη δόση. Υπάρχει ένα πρόβλημα που πρέπει να μας απασχολήσει», υπογράμμισε.
«Είναι γεγονός, βέβαια, ότι ο κόσμος βλέπει πως τα εμβόλια δεν προστατεύουν επαρκώς έναντι της μόλυνσης. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε, από την άλλη, ότι προστατεύουν έναντι της βαριάς νόσησης. Αν λοιπόν δεν θέλουμε σε αυτή τη δύσκολη θέση να αρρωστήσουμε βαριά, να νοσηλευθούμε και να θέσουμε σε κίνδυνο τη ζωή μας, η μόνη λύση είναι το εμβόλιο», διεμήνυσε.
«Επειδή τα εμβόλια δεν μας παρέχουν τόσο υψηλή προστασία από την Όμικρον 2 για τη μόλυνση, για αυτό τον λόγο δεν πρέπει να χαλαρώσουν τα υπόλοιπα μέτρα, δηλαδή τη χρήση μάσκας σε εξωτερικούς χώρους – που κακώς καταργήθηκε – να αποφεύγουμε συνωστισμούς – κακώς αυξήθηκε η πληρότητα σε γήπεδα κτλ. Νομίζω ότι τέτοιου είδους κινήσεις που μας προστατεύουν από τη μετάδοση, πρέπει να τους κρατήσουμε για όσο διάστημα βλέπουμε να αυξάνονται τα κρούσματα και όχι να μειώνονται», επισήμανε ο Καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής.
ertnews