Ενθουσιασμοί – απογοητεύσεις, κόστος – όφελος
Του Γιώργου Κακλίκη*:
Εύλογος ήταν ο ενθουσιασμός της ελληνικής κοινής γνώμης μετά την υπογραφή της συμφωνίας αμοιβαίας συνδρομής Ελλάδας – Γαλλίας που προχώρησε παράλληλα με την προμήθεια των μαχητικών Ραφάλ. Η ελληνογαλλική αυτή η προσέγγιση θεωρήθηκε ότι θα έφερνε μια ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο, αλλά, κυρίως, ότι θα δρούσε αποτρεπτικά έναντι της τουρκικής προκλητικότητας. Αντίστοιχη, αλλά με περιορισμένους τόνους, ευεξία παρατηρήθηκε και στην αρθρογραφία που ακολούθησε τη συμφωνία Ελλάδας – Εμιράτων και πολλοί μίλησαν για διπλή θωράκιση της χώρας. Και ενώ η Ελλάδα συνέχιζε τον μαραθώνιο αναρρίπισης των σχέσεών της με πλειάδα κρατών, γειτονικών και μη, ήταν αρκετή για να ταράξει τα νερά η έκφραση κάποιας ανησυχίας πως το Παρίσι – στο οποίο τόσα, υλικά και ηθικά, έχει επενδύσει η Αθήνα – θα προμηθεύσει τα Εμιράτα με 80 Ραφάλ, στα πιλοτήρια των οποίων δεν αποκλείεται να βρεθούν τούρκοι πιλότοι. Με τον τουρκικό Τύπο να αναφέρει πως είναι πιθανό τα Ραφάλ που θα προμηθευτούν τα ΗΑΕ να πετούν σύντομα στον τουρκικό ουρανό καθιστώντας την τεχνογνωσία τους γνωστή στους τούρκους χειριστές.
Μια τέτοια εξέλιξη λογικό είναι να προκαλεί αίσθηση πικρίας και απορίας στην ελληνική κοινή γνώμη που, επί εβδομάδες, συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό που διέχεαν ειδικοί και μη σχολιαστές για το «νέο κεφάλαιο των ελληνογαλλικών σχέσεων». Κάποιοι, μάλιστα, θεώρησαν την εκδοχή της «διαρροής» των γαλλικών Ραφάλ από τα ΗΑΕ προς την Τουρκία τουλάχιστον μη συμβατή με την ουσία και το πνεύμα των ελληνογαλλικών σχέσεων. Όμως εδώ χρειάζεται προσοχή και περίσκεψη με σαφή αποστασιοποίηση από συναισθηματικές προσεγγίσεις. Ας μη λησμονούμε ότι οι ΗΠΑ, όσο κι αν έχουν αναβαθμίσει τη σχέση τους με την Ελλάδα, δεν έχουν αποκλείσει την προμήθεια στην Τουρκία μεγάλου αριθμού F-16 παρά τον αποκλεισμό της ‘Αγκυρας από τη συμπαραγωγή των F-35 όσο και από την αγορά εκατό από αυτά, βάσει του αμερικανικού νόμου CAATSA. Μπορεί η ελληνική πλευρά να μην ενθουσιάστηκε, θεώρησε όμως το ενδεχόμενο της συναλλαγής αυτής λογική συνέχεια τόσο της – χωλής έστω – συμμαχικής σχέσης ΗΠΑ – Τουρκίας όσο και του προσδοκώμενου από την Ουάσιγκτον οικονομικού οφέλους από μια τέτοια μεγάλη πώληση.
Το ενδεχόμενο της «διαφυγής από τα υπεσχημένα» από την πλευρά της Γαλλίας, όσο κι αν αγγίζει ευθέως το θυμικό της ελληνικής πλευράς, πρέπει να εξεταστεί από την οπτική όχι μόνο των οικονομικών συμφερόντων του Παρισιού, αλλά και της επιθυμίας του να αφήσει ενεργές κάποιες βαλβίδες ασφαλείας για την περίπτωση που οι σχέσεις του με την Άγκυρα – είτε επί Ερντογάν είτε μετά από αυτόν – οδεύσουν προς βελτίωση. Και με δεδομένο τον κανόνα ότι οι σχέσεις και οι συμφωνίες συνάπτονται κατά κύριο λόγο με βάση το συμφέρον κάθε πλευράς, ενδεδυμένες μανδύες φιλίας, καλών σχέσεων κι άλλων κοσμητικών διατυπώσεων, η ελληνική κοινή γνώμη σκόπιμο είναι να μην παρασυρθεί σε αφορισμούς, αλλά να επικεντρωθεί στη σχέση κόστους – οφέλους, σταθμίζοντας αν οι συμφωνίες που συνάπτει τής παρέχουν οφέλη ικανά να ξεπεράσουν όσα ίσως χάνει από συμφωνίες των φίλων της προμηθευτών που κρατούν ανοιχτές τις πόρτες συνεργασίας τους με αντιπάλους. Ακόμα και αν από τις πόρτες αυτές περνά πολεμικό υλικό που θεωρητικά μπορεί να παίξει ρόλο στις επιδιωκόμενες από την πλευρά μας ισορροπίες.
*Ο Γιώργος Κακλίκης είναι πρέσβης επί τιμή, ειδικός σύμβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα σημερινά “ΝΕΑ”- Η αναδημοσίευσή του φέρει τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα του