Γιώτα Κωνσταντοπούλου: “Τι ανοησίες είναι αυτές που αναφέρονται, περί ”καλού” ναζί;”
Συνεχίζονται οι αντιδράσεις για την ταινία "Καλάβρυτα 1943" :
Άστραψε κι βρόντηξε στα 90 χρόνια της, η Γιώτα Κωνσταντοπούλου, μιλώντας αποκλειστικά στην «Πελοπόννησο» για τον μύθο του «καλού» ναζί (έπειτα από τις αντιδράσεις που προκάλεσε η ταινία “Καλάβρυτα 1943”): Ούσα 12 ετών την αποφράδα ημέρα του Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος και έγκλειστη στο Δημοτικό Σχολείο, έχοντας χάσει πατέρα και δύο αδέλφια από το εκτελεστικό απόσπασμα των Γερμανών, θυμάται τα πάντα λεπτομερώς και ξεσπάει στην εφημερίδα μας (pelop.gr):
«Τι ανοησίες είναι αυτές που αναφέρονται, περί ”καλού” ναζί; Δεν υπήρξε ποτέ κανένας Γερμανός ή Αυστριακός που να μας βοήθησε να βγούμε από το Σχολείο! Είμαι κατηγορηματική! Εγώ τα έζησα όλα… Είναι έτσι κι αλλιώς όμως πολύ αστείο, ακόμα και να σκεφτούμε ότι ο γερμανικός στρατός που οργάνωσε τέτοια αποστολή, θα άφηνε έναν δικό τους να παρακούσει τις εντολές και να σώσει Έλληνες ή ότι δεν θα τον έβλεπαν οι υπόλοιποι. Είναι ποτέ δυνατόν;».
Συναντήσαμε την επιζήσασα της γερμανικής θηριωδίας, η οποία είχε διατελέσει και πρόεδρος του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών Ελλάδος 1940- 45, στην οικία της, στα Υψηλά Αλώνια της Πάτρας. Παρά το προκεχωρημένο της ηλικίας της, δεν έχει ξεχάσει τίποτα από τη φρικιαστική ιστορία, επιβεβαιώνοντας μάλιστα στο ακέραιο τις μαρτυρίες του 13χρονου τότε Γιώργου Δημόπουλου και της 5χρονης τότε Βίβιαν Στεφάνου, που μίλησαν επίσης αποκλειστικά στην «Π».
«Όλες οι πόρτες ήταν ξεκλείδωτες»
Έτσι, και αυτή με τη σειρά της, ξεκαθαρίζει ότι κανένας Γερμανός δεν τους άνοιξε καμία πόρτα, αφού όπως επισημαίνει οι πόρτες του σχολείου, δεν κλειδώθηκαν ποτέ: «Όλες οι πόρτες των 4 τάξεων που ήταν στοιβαγμένα αρχικά οι μελλοθάνατοι και στη συνέχεια τα γυναικόπαιδα, καθώς και η κεντρική πόρτα, ήταν από την αρχή ξεκλείδωτες! Ποτέ δεν κλειδώθηκαν και πολύ περισσότερο βέβαια δεν μπήκε ποτέ αλυσίδα, όπως περιγράφει εσφαλμένα η ταινία.
Όταν άρχισαν να μπαίνουν στις αίθουσες οι καπνοί, επικράτησε πανικός! Άλλες γυναίκες σκαρφάλωσαν για να σπάσουν τα τζάμια των παραθύρων για να γλυτώσουν τα παιδιά τους, άλλες τα πετάγανε έξω να σωθούνε και άλλες πηδούσανε με τη σειρά τους και αυτές. Κάποιες χτύπησαν μάλιστα άσχημα, γιατί ήταν ψηλά, όπως η δασκάλα μας η μακαρίτισσα Αγλαΐα που πέφτοντας έσπασε το πόδι της. Θυμάμαι πήδησε και μία εγκυμονούσα, ευτυχώς δεν χτύπησε σοβαρά και μάλιστα γέννησε τον Φεβρουάριο του ’44. Οι περισσότερες γυναίκες πάνω στον πανικό τους έσπρωχναν τις πόρτες να ανοίξουν προς τα έξω, τη στιγμή που αυτές άνοιγαν προς τα μέσα. Με αποτέλεσμα να φρακάρουν οι έξοδοι, με τόση πίεση εκατοντάδων ανθρώπων. Τελικά μετά από πολλή προσπάθεια, κατάφεραν να τις ανοίξουν και βγήκαμε!».
«Δεν είχαν εντολή να μας σκοτώσουν»
«Οι Γερμανοί, το λέω κατηγορηματικά, δεν είχαν εντολή να μας εκτελέσουν εμάς τα γυναικόπαιδα. Αν ήθελαν, θα το είχαν κάνει εύκολα, καθώς βγαίναμε από το σχολείο. Μας κράτησαν στο σχολείο ώστε να μην προκληθεί πανικός την ώρα της εκτέλεσης και μας χρησιμοποίησαν και σαν ομήρους για να μην αντιδράσουν οι μελλοθάνατοι.
Στη συνέχεια, ήθελαν να εκκενώσουμε γρήγορα τον χώρο, γι’ αυτό μάλιστα δεν δίστασε ένας από αυτούς να χτυπήσει με το κοντάκι του όπλου του μία γυναίκα και μάλιστα εγκυμονούσα, για να την σπρώξει, με αποτέλεσμα αυτή να αποβάλει! Βιάζονταν να αποχωρήσουν από τα Καλάβρυτα, φοβούμενοι ενδεχομένως κάποια επίθεση των ανταρτών. Σε εκείνη τη φάση πρέπει να σας πω, ότι οι Γερμανοί ήταν πιο φοβισμένοι και από εμάς…
Έβγαινε ο κόσμος από το σχολείο αλαφιασμένος, σαν τα λυσσασμένα σκυλιά! Οι γυναίκες είχαν αντιληφθεί πλέον, ότι είχαν εκτελεσθεί οι άνδρες. Βγαίνοντας η μητέρα μου έξω, πάει έξαλλη πάνω σε έναν Γερμανό, τον πιάνει από τη στολή και τον ρωτάει που είναι ο πατέρας μου, τι τον έχουν κάνει! Εκείνος την πιάνει θυμωμένος από το χέρι και τη σπρώχνει να πάει με τους άλλους προς τα κάτω, στην κατεύθυνση του λαγκαδιού…».
«Θυμάμαι τον πατέρα μου να με αποχαιρετάσει γελώντας»
Η κυρία Γιώτα, καθηλώνει με τη λεπτομερή και γλαφυρή εξιστόρηση των γεγονότων. Κομπιάζει από τη συγκίνηση καθώς αναφέρεται στα αδικοχαμένα μέλη της οικογένειάς της:
«Έχασα δύο αδελφούς μου, τον Τάκη (16 ετών) και τον Σπήλιο (18 ετών) και τον πατέρα μου Κώστα (47 ετών), από τους ναζί στα Καλάβρυτα. Ο πατέρας μου έφθασε στο σχολείο από τους τελευταίους, λίγο πριν οδηγήσουν τους μελλοθάνατους στον τόπο του Μαρτυρίου. Αν είχε καθυστερήσει να έρθει πέντε λεπτά, θα είχε γλυτώσει! Μέσα στο σχολείο ήμουν, με τη μητέρα μου Ελένη, και τα αδέλφια μου Γιάννη (13 ετών), Μέλπω (9 ετών) και Μαρία (2 ετών).
Θυμάμαι σαν τώρα τον πατέρα μου, καθώς τον έπαιρναν οι Γερμανοί για να τον οδηγήσουν στον τόπο της εκτέλεσης. Με κοίταξε βαθιά στα μάτια, με αποχαιρέτησε με ένα νεύμα του και μου γέλασε, για να με καθησυχάσει… Αυτή είναι η τελευταία εικόνα που έχω από αυτόν και δεν μου φεύγει από το μυαλό, 78 χρόνια τώρα…».
«Κλαίγανε ακόμη και τα ζώα!»
«Δεν θα το πιστέψετε ίσως αυτό που θα σας πω: Όταν βγήκαμε από το σχολείο και κάποια στιγμή πήγαμε μέσα στην πόλη για να δούμε τι έχει απογίνει το σπίτι μας, ακούγαμε όλα τα ζώα να κλαίνε γοερά, σαν να ήταν άνθρωποι! Θυμάμαι, μία σκυλίτσα που είχαμε, όταν με είδε έτρεξε πάνω μου, με αγκάλιασε με τα μπροστινά ποδαράκια της και έκλαιγε μαζί μου! Ήταν μία κατάσταση εξωπραγματική, κόλαση πραγματική! Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψω τη φρικαλεότητα, την οδύνη, τον σπαραγμό, την απόγνωση…»
«Η ταινία προσβάλλει τη μνήμη των θυμάτων»
«Είναι μια ταινία που προσβάλλει τη μνήμη των θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Είναι δυνατόν έπειτα από 78 χρόνια να λέμε κουταμάρες; Να μιλάμε για ”καλό” Αυστριακό που βοήθησε να σωθούμε; Είναι μια πολύ μεγάλη ανοησία αυτό. Δεν ξέρω πώς βγήκε αυτό και γιατί συμπεριλήφθηκε στην ταινία. Τι θέλουν να εξυπηρετήσουν; Το μυαλό μου βέβαια σκέφτεται πολλά… Είναι μια ανιστόρητη ταινία! Και βέβαια είναι λάθος και αυτό που δείχνει, ότι όταν βγαίναμε έξω είχε πιάσει φωτιά η στέγη του σχολείου. Δεν είναι αλήθεια. Οι φλόγες βρίσκονταν τότε, στη βάση του σχολείου».
pelop.gr