Νέο περιφερειακό περιβάλλον;
Του Γιώργου Κακλίκη*:
Θετική φαίνεται να είναι η ανταπόκριση της Άγκυρας στις αμερικανικές παραινέσεις για επάνοδο στην κανονικότητα. Η απομάκρυνση από τη Δύση, η προμήθεια ρωσικών S-400, η μακρόχρονη πυρηνική δέσμευση με τη Ρωσία στο Ακουγιού και η, ανάμεσα σε πολλά άλλα, σύμπραξη Άγκυρας – Μόσχας στη Συρία, ώθησαν το Κογκρέσο να πάρει αποστάσεις από τη συμμαχικά «χρήσιμη Τουρκία». Διαφορετικές όμως είναι οι τοποθετήσεις της αμερικανικής διοίκησης όπου η αντίληψη περί της «τουρκικής αναγκαιότητας» πλανάται ακόμα. Γι’ αυτό και ο αποκλεισμός της Τουρκίας από το πρόγραμμα παραγωγής των F–35 και η μη παράδοση σε αυτήν των F-35 του 1,4 δισ. δολαρίων, δεν προκάλεσαν στην Άγκυρα ανεπούλωτο «τραύμα».
Ο Λευκός Οίκος, σε μια στιγμή όξυνσης της ρητορικής μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας, άφησε να εννοηθεί πως η πώληση νέων και η ανακαίνιση παλαιών τουρκικών F-16 θα μπορούσε να συζητηθεί αν η Άγκυρα ανταποκρινόταν στη συμμαχική επιθυμία ένταξης Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Η επίσκεψη Μπλίνκεν στην τουρκική πρωτεύουσα οδήγησε την τουρκική πλευρά να επιταχύνει την κάμψη της όσον αφορά τη Φινλανδία ενώ Καλίν και Σάλιβαν αναζήτησαν από κοινού διεξόδους. Ασφαλώς, υπήρξαν και άλλες αμερικανικές προτροπές που αφορούσαν την επείγουσα ανάγκη ηρεμίας και σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο και στον χώρο του ΝΑΤΟ. Ενδεικτική η στάση του Χαλούκ Γκιοργκιούν, γενικού διευθυντή της εταιρείας παραγωγής οπλικών συστημάτων ASELSAN: «Παράγουμε συστήματα αεράμυνας. Δεν έχουμε ανάγκη τους S-400. Καταργούμε την ανάγκη για αυτούς. Αυτή είναι η αποστολή μας» («Milliyet», 13/3/2023). Ορατό πλέον αποτέλεσμα της αμερικανικής παρέμβασης-καταλύτη, είναι η επιτάχυνση της προσέγγισης Τουρκίας – Ισραήλ που ακολουθείται από την αναγγελθείσα, στις 18 Μαρτίου από τον κ. Τσαούσογλου, συνάντηση Ερντογάν – Σίσι, με την Ελλάδα να ακούει κάποιες ήπιες τουρκικές φωνές να αναφέρονται στο διεθνές δίκαιο και τις σχέσεις καλής γειτονίας. Άσχετα αν αυτό μπορεί να συνιστά τακτική αναδίπλωσης και όχι στρατηγική επιλογή.
Οι αμερικανικές ανησυχίες για το Ουκρανικό όπως και οι σχεδιασμοί για την αντιμετώπιση του όποιου κινεζικού κινδύνου δεν αφήνουν περιθώρια για άλλες τουρκικές «αταξίες». Έτσι, το κλίμα στην Τουρκία φαίνεται να αλλάζει και από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Χαρακτηριστική η δήλωση του Ουνάζ Τσεβικόζ –συμβούλου εξωτερικής πολιτικής του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου – ότι «η αλληλέγγυα στάση της Ελλάδας, μετά τον φονικό σεισμό του Φεβρουαρίου στην Τουρκία, θα ανοίξει νέο ορίζοντα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις» («ΤΑ ΝΕΑ», 17/3/2023). Ακόμα πιο «απτή», η στάση του τούρκου υπουργού Άμυνας ο οποίος άνοιξε ξανά τις πόρτες του διαλόγου, με τον έλληνα ομόλογό του να παρατηρεί πως «πρέπει να δούμε την ακριβή ερμηνεία της τουρκικής γλώσσας… Αν αυτό γίνει, θα αντιληφθούμε το ακριβές νόημα και τα όρια που θέτει ο τούρκος υπουργός ‘Αμυνας» (ΑΠΕ-ΜΠΕ,17/3/2023)
Με αισθητά τα αποτελέσματα του Ουκρανικού στην Ευρώπη, η συνοχή της τελευταίας είναι εκ των ων ουκ άνευ. Αν στη Μεσόγειο τα πράγματα αρχίσουν να παίρνουν θετική τροπή και, στον βορρά, δούμε τη Σουηδία να εντάσσεται στο ΝΑΤΟ μετά τις τουρκικές εκλογές, οι προοπτικές για ένα ανανεωμένο ευρωατλαντικό περιβάλλον αυξάνονται. Εδώ είναι που η Ελλάδα έχει μια σημαντική ευκαιρία που δεν θα αφήσει ανεκμετάλλευτη, κινούμενη γρήγορα και με συγκροτημένο προγραμματισμό, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της σε ένα νέο περιβάλλον.
*Ο Γιώργος Κακλίκης είναι πρέσβης επί τιμή, ειδικός σύμβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ- Η αναδημοσίευσή του φέρει τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα του