Ισχυρή κυβέρνηση και φιλελεύθερη δημοκρατία
Του Ευάγγελου Βενιζέλου*:
Η εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας και προσωπικά του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι πανηγυρική. Αξίζουν σε αυτόν και στο κόμμα του ειλικρινή συγχαρητήρια και ευχές για την πορεία της κυβέρνησης, πρωτίστως όμως της χώρας.
Οι διπλές εκλογές επιβεβαίωσαν τον σχεδόν απαράβατο κανόνα της δεύτερης ευκαιρίας που παραχωρεί το εκλογικό σώμα την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Καθώς μάλιστα διεξήχθησαν δύο αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις ως ενιαία πολιτική διαδικασία και με δυο διαφορετικά εκλογικά συστήματα, της «απλής» και της «ενισχυμένης» αναλογικής, οι επιλογές του εκλογικού σώματος είναι επίμονες και σαφείς:
Το εκλογικό σώμα θέλησε, για την επόμενη περίοδο, μια μονοκομματική, δηλαδή κοινοβουλευτικά «αυτοδύναμη» – και μάλιστα με άνεση – κυβέρνηση, με πολιτικά ισχυρό πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη που δικαιούται να ερμηνεύει την εντολή και ως αποδοχή και επιβεβαίωση του πρωθυπουργοκεντρικού μοντέλου διακυβέρνησης που παρουσιάστηκε την προηγούμενη περίοδο με τη μετωνυμία «επιτελικό κράτος».
Το εκλογικό σώμα επέλεξε με σαφήνεια, εξαρχής, το αφήγημα της μονοκομματικής, συνεκτικής και πρωθυπουργοκεντρικής κυβέρνησης, καθώς η θεσμικά ευνοϊκή για κυβερνήσεις συνεργασίας συνθήκη του εκλογικού συστήματος της «απλής» αναλογικής εξουδετερώθηκε λόγω της εκκωφαντικής έλλειψης μιας αντίστοιχης αξιόπιστης πολιτικής αφήγησης. Αυτή την αφήγηση δεν την ήθελε το ΠΑΣΟΚ για λόγους εκλογικής αυτοπροστασίας και δεν μπορούσε να τη διατυπώσει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το εκλογικό σώμα επέλεξε με σαφήνεια, εξαρχής, και την αλλαγή εκλογικού επιπέδου για τον ΣΥΡΙΖΑ μετατάσσοντάς τον στην κατηγορία των μεσαίων κομμάτων. Αυτό εκτιμώ ότι θα συνέβαινε ακόμη και αν οι εκλογές του Μαΐου είχαν διεξαχθεί με σύστημα «ενισχυμένης» αναλογικής, ακόμη και αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε σηκώσει το γάντι και είχε διατυπώσει τη δική του πρόταση για μονοκομματική/αυτοδύναμη κυβέρνηση. Θα ήταν απλώς ευκολότερη η θέση του ΠΑΣΟΚ στις προεκλογικές συζητήσεις του Μαΐου, όταν εκαλείτο, μόνο αυτό, να αποδείξει την εθνική και θεσμική του υπευθυνότητα μέσα σε ένα πλαίσιο θεσμικής αδιαφορίας και κομματικής σκοπιμότητας που τροφοδοτούσαν τα δυο μεγαλύτερα κόμματα.
Αποδείχθηκε συνεπώς ότι το εκλογικό σώμα μπορεί πολύ εύκολα να εξουδετερώσει τους τεχνητούς φραγμούς του εκλογικού συστήματος. Το εκλογικό σώμα εξουδετέρωσε τον Μάιο το εκλογικό σύστημα της «απλής» αναλογικής και κατέστησε ουσιαστικά άνευ αντικειμένου όλα τα προβλήματα ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 37 Συντ. (διερευνητικές εντολές, κλήση των κομμάτων από την ΠτΔ για διαβούλευση, άμεση διάλυση της Βουλής και επαναπροκήρυξη εκλογών, διορισμός εκλογικής / υπηρεσιακής κυβέρνησης). Στη συνέχεια, χθες, το εκλογικό σώμα, αξιοποιώντας πλήρως τις αντιφάσεις του εκλογικού συστήματος της ενισχυμένης αναλογικής και με διασφαλισμένο τον σχηματισμό ισχυρής αυτοδύναμης κυβέρνησης, οδήγησε στην πολυδιάσπαση (fragmentation ) του κομματικού φάσματος και στη μετατόπιση του άξονα προς τα δεξιά / ακροδεξιά. Κοινό υπόστρωμα είναι το επίμονο αντιμνημονιακό πάθος που προσπαθούν να διατηρήσουν ζωντανό. Μάλιστα οι οπαδοί του Η. Κασιδιάρη βρήκαν εύκολα και σιωπηρά το βασικό όχημά τους καθώς κανείς αρμόδιος δεν συγκέντρωσε και δεν έθεσε τα σχετικά στοιχεία υπόψη του Αρείου Πάγου, με αποτέλεσμα οι νομοθετικές ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν στο όνομα της «μαχόμενης δημοκρατίας» να καταστρατηγηθούν και να αφοπλιστούν. Φοβάμαι ότι συντελείται κάτι πιο βαθύ και επικίνδυνο, πρόκειται για «επενδύσεις σποράς» που κάνει η κοινωνία σε εκδοχές αντισυστημικού, αντιδημοκρατικού και αντιφιλελεύθερου λόγου που εκφράζει κρίσιμο τμήμα της.
Το βέβαιο είναι ότι ήδη τα εκλογικά αποτελέσματα του Μαΐου, που επιβεβαιώθηκαν τώρα, διέρρηξαν το κέλυφος του μεταμνημονιακού κομματικού συστήματος. Αυτό προσπαθούσε να διατηρήσει το διπολικό μεταπολιτευτικό σχήμα, με δυο κόμματα εξουσίας που το καθένα επικαλείτο ως καθεστωτική «απειλή» την ενδεχόμενη νίκη του άλλου. Μετά το 1977 και την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ ως αξιωματικής αντιπολίτευσης διαμορφώνεται αυτό το κομματικό σύστημα που αμφισβητείται το 2012, για να επανέλθει, σε γενικές γραμμές, την περίοδο 2015-2023. Τώρα αυτό έχει δώσει τη θέση του σε ένα προσωρινό σχήμα «ενός και μισού» κόμματος. Η σαφής νίκη της Νέας Δημοκρατίας σάρωσε όμως και το θεμελιώδες επιχείρημά της («οι άλλοι είναι πάντως χειρότεροι, αποδεχθείτε όσα συμβαίνουν για να αποφευχθεί η επανάληψη της περιόδου 2015-2019 και ιδίως του πρώτου εξαμήνου του 2015»). Η Νέα Δημοκρατία είναι κυρίαρχη μέσα σε μια «θάλασσα» ακραίων αντισυστημικών εκδοχών, χωρίς να υπάρχει- προς το παρόν- μορφοποιημένη κοίτη λόγω της ρευστότητας στην κεντροαριστερή πλευρά του φάσματος.
Εισερχόμαστε συνεπώς σε μια νέα περίοδο πολιτικά και θεσμικά ασύμμετρη. Με ιδιαίτερα ισχυρό πρωθυπουργό και την κυβέρνησή του αντιμέτωπη με τα προβλήματα, τα «τυχερά», την καμπύλη των διεθνών και περιφερειακών συσχετισμών, τις απαιτήσεις μιας κοινωνίας που φάνηκε εντυπωσιακά ολιγαρκής και ανεκτική εφόσον της προσφέρεται «κανονικότητα», με την έννοια της σταθερότητας, της αισιοδοξίας και της στοιχειώδους διαχειριστικής επάρκειας. Η κοινωνία όμως μόνο προσωρινά και κατ´εξαίρεση είναι ολιγαρκής. Άλλος πόλος με τη μορφή κόμματος εξουσίας προς το παρόν δεν υπάρχει. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να λύσει ταυτοτικά και υπαρξιακά ζητήματα. Το ΠΑΣΟΚ έχει μια αισιόδοξη αφετηρία αλλά πρέπει προφανώς να απαντήσει σε ερωτήματα πολύ βαθύτερα από την αριθμητική /εκλογική και κοινοβουλευτική θέση του σε σύγκριση με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η χώρα άλλωστε είναι πολύ πιο συνθέτη από το κομματικό της σύστημα. Η ίδια η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι θεσμικό σύστημα πολύ πιο ευρύ και απαιτητικό από το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης. Φιλελεύθερη δημοκρατία χωρίς στιβαρή κοινωνία των πολιτών, πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου, αξιόπιστη δικαιοσύνη, ανεξάρτητες αρχές και θεσμικά αντίβαρα, δεν υπάρχει. Ευτυχώς ζούμε στην Ευρώπη που προσφέρει μηχανισμούς πολλαπλού διεθνούς δικαστικού και πολιτικού ελέγχου των κρατών μελών.
Στην εποχή μας άλλωστε η φιλελεύθερη δημοκρατία λειτουργεί και κρίνεται «μετά – πλειοψηφικά». Αυτό δεν σημαίνει υποτίμηση της δύναμης, της αρμοδιότητας και της ευθύνης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας (και μάλιστα νωπής και ισχυρής ) και της κυβέρνησής της. Αυτά είναι όλα απολύτως σεβαστά. Σημαίνει όμως ότι χωρίς ευρύτερες συναινέσεις δεν προωθούνται ούτε θεσμικές μεταρρυθμίσεις επιπέδου συνταγματικής αναθεώρησης, ούτε πολιτικές πρωτοβουλίες που υπερβαίνουν τα χρονικά και πολιτικά όρια οποιασδήποτε κοινοβουλευτικής κυβέρνησης γιατί αφορούν την εθνική στρατηγική και κρίνονται ιστορικά.
Ας ευχηθούμε λοιπόν το καλύτερο για τον τόπο.-
*Ο κ. Ευ. Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ