«Η Ελλάδα Μετά IV – Μετά (;) την πανδημία»
Το Παρατηρητήριο του Κύκλου Ιδεών για την Έκθεση Πισσαρίδη και την κυβερνητική πρόταση για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης:
Το Παρατηρητήριο του Κύκλου Ιδεών, με βάση τα πορίσματα του συνεδρίου «Η Ελλάδα Μετά IV – Μετά (;) την πανδημία» που διεξήχθη τον Σεπτέμβριο, συνεχίζει τη σε βάθος μελέτη της Έκθεσης Πισσαρίδη και των προτάσεων για την κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Κατά τη διάρκεια διαδικτυακού σεμιναρίου τα μέλη του Παρατηρητηρίου παρουσίασαν τις προσεγγίσεις τους και οργάνωσαν την επόμενη φάση της αξιολόγησης. Τα συμπεράσματα του Παρατηρητηρίου θα παρουσιαστούν σε ειδική διαδικτυακή ημερίδα σε λίγες ημέρες.
Τις εργασίες του σεμιναρίου άνοιξε ο Ευάγγελος Βενιζέλος που παρουσίασε έξι εισαγωγικές παρατηρήσεις που έχουν σε περίληψη ως εξής :
« 1. Η Έκθεση είναι ένα έγκυρο και συστηματικό κείμενο που αναδεικνύει το βασικό ζήτημα: Παρά τη δεκαετή προσπάθεια προσαρμογής (2010-2019) που δεν ήταν μόνο δημοσιονομική αλλά και διαρθρωτική, ξαναβρισκόμαστε σε ένα σημείο αφετηρίας, υπό την έννοια ότι δεν είναι ούτε σαφής στην ελληνική κοινωνία ούτε επαρκής για την ελληνική οικονομία η προσπάθεια που έχει γίνει. Αυτό οφείλεται προφανώς στο γεγονός ότι η περίοδος 2010-2019 δεν είναι πολιτικά ενιαία. Όχι μόνο το πρώτο εξάμηνο του 2015 αλλά όλη η περίοδος 2015-2019 είναι περίοδος πολιτικής και αξιακής αμφισβήτησης τόσο της προσπάθειας να διασωθεί η χώρα και να παραμείνει στην ΕΕ και την ευρωζώνη, όσο και της προσπάθειας να προχωρήσουν διαρθρωτικές αλλαγές και να ενισχυθεί η εθνική ανταγωνιστικότητα. Αυτά συνεπώς που έγιναν δεν απέδωσαν όσο έπρεπε παρά το τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό κόστος. Βεβαίως μια εξήγηση είναι ότι όλα αυτά συνέβαιναν παράλληλα με τη δημοσιονομική προσαρμογή που καθιστά εχθρική την κοινωνία απέναντι στις μεταρρυθμίσεις.
2. Πρέπει να υπογραμμίσουμε εξαρχής ότι όταν η ΕΕ επιστρέψει σε μία μετά – Covid κανονικότητα, έστω πιο ευέλικτη, γιατί δεν θα γυρίσουμε στο ίδιο Σύμφωνο Σταθερότητας, η χώρα μας θα βρεθεί αντιμέτωπη με διευρυμένες ανισότητες. Αυτές δημιουργούνται τώρα, παράλληλα με την αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας, παρά το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, παρά το Ταμείο Ανασυγκρότησης και την έκδοση κοινού χρέους. Άρα τώρα είναι η ώρα της στήριξης και διάσωσης της ελληνικής οικονομίας αλλά και της μεταρρύθμισης της χώρας.
3. Αναδεικνύεται από την Έκθεση η σημασία της εθνικής «ιδιοκτησίας» ενός ολοκληρωμένου προγράμματος μεταρρυθμίσεων. Το πόρισμα μιας επιτροπής οικονομολόγων υψηλού κύρους, και η γενική «πολιτική» υιοθέτησή του από την κυβέρνηση δεν αρκεί. Απαιτείται καταρχάς συμμετοχή στην εξειδίκευση των επί μέρους θεμάτων, των θεσμικά αναγκαίων παραγόντων, όπως τα ανώτατα δικαστήρια για θέματα δικαιοσύνης, και της ειδικής κοινής γνώμης που επηρεάζει τις εξελίξεις σε κάθε επί μέρους πεδίο – σύστημα υγείας, εκπαιδευτικό σύστημα, δημόσια διοίκηση κ.ο.κ. Απαιτείται βεβαίως διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και την ΟΚΕ. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι όταν ανοίγουν ταυτόχρονα όλα τα κρίσιμα θέματα – από το ασφαλιστικό έως το φορολογικό, και από το πρόβλημα του συστήματος υγείας εν μέσω πανδημίας μέχρι τις αναγκαίες αλλαγές στην εκπαίδευση- πρέπει τα επιμέρους σχέδια να είναι πλήρως επεξεργασμένα και έτοιμα για εφαρμογή. Αλλιώς όποιο momentum δημιουργεί η Έκθεση, κινδυνεύει να εξανεμιστεί.
4. Η κυβέρνηση έχει δρομολογήσει, πριν την Έκθεση, μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς, όπως το ασφαλιστικό (ασχολείται ο υφυπουργός Π. Τσακλόγλου εδώ και κάποιους μήνες), το εκπαιδευτικό σύστημα, ο ψηφιακός μετασχηματισμός – για να αναφέρουμε τρία προφανή παραδείγματα. Έχει επίσης προωθήσει τον σχεδιασμό για την κατανομή και αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανασυγκρότησης ( και των επιχορηγήσεων και των δανείων), πριν ολοκληρωθεί η Έκθεση. Ενώ οι πόροι του νέου ΕΣΠΑ υπακούν στις προτεραιότητες της ΕΕ και στους κανονισμούς διαχείρισης. Πρέπει συνεπώς όλες αυτές οι κινήσεις να συσχετιστούν με την Έκθεση, με συγκεκριμένο και ποσοτικοποιημένο τρόπο.
5. Το μεγαλύτερο ίσως μεσοπρόθεσμο πρόβλημα της μετά- Covid εποχής θα είναι το δημοσιονομικό. Ακόμη και υπό την εκδοχή ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας θα είναι πιο ευέλικτο, και οι εταίροι μας πιο σοφοί, και έτοιμοι να συνεκτιμήσουν όλες τις παραμέτρους – αναπτυξιακές, κοινωνικές και πολιτικές-, χρειάζονται συγκεκριμένες κινήσεις σε σχέση με το δημόσιο χρέος και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του, σε σχέση με τους στόχους για το δημοσιονομικό και το πρωτογενές έλλειμμα / πλεόνασμα και για το δημοσιονομικό «μαξιλάρι».
6. Εξίσου σημαντικό είναι να προετοιμαστούν και να εξειδικευτούν τα αναγκαία χρηματοοικονομικά και χρηματοπιστωτικά εργαλεία. Στο τραπεζικό σύστημα έχουν πραγματική πρόσβαση 20.000 περίπου επιχειρήσεις, στο κρατικό σύστημα στήριξης μέσω ενισχύσεων και δανείων περίπου 100.000 επιχειρήσεις. Αυτό είναι το 10% των ενεργών ΑΦΜ. Περίπου το 1/3 των υποστατών επιχειρήσεων της χώρας. Άρα δεν είναι βέβαιο ότι έχουμε αυτή τη στιγμή πράγματι τα χρηματοοικονομικά και χρηματοπιστωτικά εργαλεία για να προωθήσουμε δυναμικά την αναδιάρθρωση και να οργανώσουμε την μετά- Covid εποχή.»
Στη συζήτηση που ακολούθησε τοποθετήθηκαν για επιμέρους πτυχές της Έκθεσης και της πρότασης για τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης μέλη του Παρατηρητηρίου:
Ο Γιάννης Μανιάτης, πρώην υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, έδωσε έμφαση στα ζητήματα ενέργειας, περιβάλλοντος και χωρικού σχεδιασμού:
«1. Η Έκθεση είναι μία σαφής και περιεκτική καταγραφή των χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας. Όμως, είναι ετεροβαρής (ελλειμματική) σε κλάδους μη δημοφιλείς (πχ ορυκτός πλούτος)
2 Από την Έκθεση απουσιάζουν οι ιεραρχήσεις προτεραιοτήτων και η αξιολόγηση της εθνικής προστιθέμενης αξίας όταν πρόκειται για μέτρα με ομοειδή αποτελέσματα (πχ οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ασφαλώς απαραίτητες, όλα όμως τα σχετικά υλικά εισάγονται από το εξωτερικό, ενώ αντίθετα, η εξοικονόμηση ενέργειας, που έχει ακόμη πιο αποτελεσματική συμβολή στη μείωση εκπομπών ρύπων, ενώ επιπλέον έχει κατά 75% ελληνική προστιθέμενη αξία σε υλικά και θέσεις εργασίας, δεν έχει την ανάλογη προτεραιότητα)
3. Στην Έκθεση δεν είναι σαφές ότι κορυφαίο κριτήριο επιλογών πρέπει να είναι η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε μόνιμη βάση, καθώς και η μείωση των χωρικών ανισοτήτων.
4 Από την Έκθεση απουσιάζει η αναγκαία ανατρεπτική προσέγγιση στη λειτουργία του δημοσίου (υπουργεία, περιφέρειες, δήμοι). Απαιτείται πλήρες re-engineering όλων των διαδικασιών, με δραστική μείωση του χρόνου έκδοσης αποφάσεων και της δαπάνης ανθρωποωρών απασχόλησης για περιττές γραφειοκρατίες. Αν δεν υπάρξει στενή συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα μέσα από Μητρώα Πιστοποιημένων Ιδιωτών Συνεργατών του Δημοσίου, δεν πρόκειται να υπάρξει ο απαιτούμενος τουλάχιστον τριπλασιασμός στην ικανότητα σχεδιασμού και απορρόφησης κονδυλίων.
5. Στην Έκθεση δεν είναι εμφανής η οραματική προσέγγιση για τον αστικό και τον αγροτικό χώρο. Στον αστικό χώρο, απαιτείται μια νέα επιχείρηση πολεοδομικής ανασυγκρότησης του 21ου αιώνα, ένα ελληνικό Bauhaus, με αρχιτεκτονικές, πολεοδομικές, αισθητικές, κυκλοφοριακές και ενεργειακές παρεμβάσεις στη λειτουργία των αστικών συγκεντρώσεων. Ενώ στη γεωργία, απαιτείται πλήρης ενσωμάτωση του επαγγελματισμού και της καθετοποίησης με διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα, μέσα από εφαρμογή των αρχών της ευφυούς γεωργίας για μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος σε νερό κι ενέργεια και γεωργικά εφόδια.»
Ο καθηγητής Μιλτιάδης Νεκτάριος, συσχέτισε την Έκθεση Πισσαρίδη με παλαιότερες συνολικές προτάσεις που διατηρούν την επικαιρότητά τους και έδωσε έμφαση στα θέματα υγείας:
«Η Έκθεση ξεκινά με το διαγνωστικό μέρος, όπου ακολουθεί την μεθοδολογία των Growth Economics, όπως είχε συμβεί και το 2012 με την Έκθεση McKinsey, και καταλήγει στα ίδια, σε γενικές γραμμές, συμπεράσματα για τους βασικούς άξονες δυνητικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Η Έκθεση κάνει συστηματική ανάλυση των κύριων τομέων της δημόσιας διοίκησης και της οικονομίας και παρουσιάζει τη θέση της χώρας σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Προβαίνει σε προτάσεις πολιτικής για όλους τους τομείς που εξετάζει. Δεν έχει όμως ασχοληθεί με Δημοσιονομικά θέματα καθώς και με θέματα Εθνικής Άμυνας και Πολιτικής Ασφάλειας.
Η κυβέρνηση έχει δομήσει μια αναπτυξιακή στρατηγική για την επόμενη δεκαετία με βάση τις προτάσεις της Έκθεσης Πισσαρίδη, καθώς και τους τέσσερις βασικούς άξονες δράσεων που έχει θέσει ως προτεραιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατατάσσει όλες τις προτάσεις έργων σε αυτές τις τέσσερις ενότητες και αναφέρει ενδεικτικά 15 Έργα και Μεταρρυθμίσεις.
Το βασικό μειονέκτημα της κυβερνητικής πρότασης για το Ταμείο Ανασυγκρότησης είναι ότι στις μεγάλες ενότητες έργων που καθορίζει δεν έχει αναπτύξει μια κεντρική στρατηγική. Για παράδειγμα, στον τομέα υγείας αναφέρεται σε διάφορα έργα ψηφιοποίησης, χωρίς να λαμβάνει υπόψη ότι το σύστημα υγείας χρειάζεται μια μεγάλη μεταρρύθμιση της δομής, οργάνωσης και λειτουργίας του.»
Ο ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ Γιάννης Καλογήρου αναφέρθηκε στη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας ως κεντρικό στόχο της επόμενης δεκαετίας:
«Ο κεντρικός αναπτυξιακός/ παραγωγικός στόχος της επόμενης δεκαετίας πρέπει να συνοψισθεί στη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (όχι αποκλειστική επικέντρωση στο κόστος εργασίας και παραμέληση άλλων σημαντικών προσδιοριστικών παραγόντων, όπως είναι το τεχνολογικό επίπεδο, η οργάνωση και η πρακτική των επιχειρήσεων, η διαφοροποίηση και η ποιότητα των παραγομένων προϊόντων και των παρεχόμενων υπηρεσιών, οι γνώσεις, οι ικανότητες και οι δεξιότητες του ανθρώπινου παράγοντα κ.α.) και η αναβάθμιση της θέσης του ελληνικού παραγωγικού- επιχειρηματικού συστήματος στον διαρκώς εξελισσόμενο Διεθνή Καταμερισμό Εργασίας.
Στο πλαίσιο αυτό, η ενίσχυση και η αναβάθμιση της βιομηχανίας και η διαμόρφωση και η καλή λειτουργία ενός ενοποιημένου οικοσυστήματος καινοτομίας (στο πλαίσιο του οποίου διασυνδέονται η ερευνητική δραστηριότητα με την ανάπτυξη καινοτομιών, τη δημιουργία επιχειρηματικών εγχειρημάτων εντάσεως γνώσης και την οικοδόμηση ικανοτήτων και δεξιοτήτων) είναι δομικά στοιχεία μιας αναπτυξιακής στρατηγικής που θα αξιοποιήσει ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους, θα κινητοποιήσει παραγωγικές δυνάμεις (συμπεριλαμβανομένου επιστημονικού και επιχειρηματικού δυναμικού της διασποράς).
Στο πλαίσιο αυτό «η έρευνα και η καινοτομία» δεν πρέπει να θεωρείται ως ένας ακόμη τομέας της ελληνικής οικονομίας αλλά πρέπει να διαπερνά οριζόντια όλους τους τομείς και κλάδους του ελληνικού παραγωγικού και επιχειρηματικού συστήματος. Η στρατηγική αυτή πρέπει να υποστηρίζεται από ένα σύστημα δημόσιων πολιτικών και όχι αποσπασματικών παρεμβάσεων που πολλές φορές καταλήγουν σε μη επιδιωκόμενες αρνητικές επιπτώσεις. Επιπροσθέτως, στις ελληνικές συνθήκες, ιδιαίτερη σημασία έχει πέρα από τη διαμόρφωση ενός συνεκτικού αναπτυξιακού σχεδίου η στρατηγική διοίκηση της υλοποίησης.»
Ο Αλέκος Κρητικός, πρώην ΓΓ Βιομηχανίας, πρώην ΓΓ υπουργείου Εσωτερικών και πρώην στέλεχος της ΕΕ, αναφέρθηκε ειδικότερα στις κυβερνητικές προτάσεις για την κατανομή και αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης :
«Για να γίνει επαρκής αξιολόγηση του σχεδίου για το Ταμείο Ανάκαμψης είναι αναγκαίο να γνωρίζουμε και τα προβλεπόμενα κυρίως στο ΕΣΠΑ 2021-2027 (που ακόμη δεν έχει οριστικοποιηθεί) αλλά και στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (που τώρα υλοποιείται υπό την «ομπρέλα» του λεγομένου Εθνικού Προγράμματος Ανάπτυξης), στο πρόγραμμα ΟΤΑ «Αντώνης Τρίτσης» κλπ. Θεωρητικώς τουλάχιστον, αυτά τα αναπτυξιακά προγράμματα πρέπει να αλληλοσυμπληρώνονται.
Στην ανωτέρω επιφύλαξη προστίθεται το ότι η αξιολόγηση του υποβληθέντος σχεδίου προϋποθέτει τη γνώση του πλήρους κειμένου που εκπονήθηκε και υποβλήθηκε, το οποίο δεν γνωρίζουμε. Αυτό που δημοσιοποιήθηκε δεν περιλαμβάνει ούτε κατάλογο έργων (γνωρίζουμε απλώς ότι ο προϋπολογισμός των υποβληθέντων έργων παρουσιάζει υπερδέσμευση –overbooking 70%), ούτε δεσμεύσεις ως προς την ακριβή έκταση των μεταρρυθμίσεων και τον χρόνο υλοποίησης των ενδιάμεσων σταδίων τους (milestones), στοιχεία από τα οποία θα εξαρτηθούν οι εκταμιεύσεις.
Παρά τις επιφυλάξεις αυτές, μπορούμε να προβούμε σε μια πρώτη αξιολόγηση στη βάση των διαθεσίμων στοιχείων.
Είναι χρήσιμη μια πρώτη διευκρίνιση: το σκέλος των δανείων δεν είναι υποχρεωτικό να χρησιμοποιηθεί μόνο για δανεισμό επιχειρήσεων. Πρόκειται για δανεισμό της χώρας του οποίου το προϊόν μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για δανεισμό επιχειρήσεων όσο και για χρηματοδότηση έργων, επιχορηγήσεις αναπτυξιακού νόμου κ.ο.κ. Η κυβερνητική επιλογή για χρήση του σκέλους των δανείων ως πόρων δανεισμού επιχειρήσεων οφείλεται στη μέριμνα να μη συνυπολογισθούν αυτά στο έλλειμμα και στο δημόσιο χρέος. Αν το ενδεχόμενο αυτό αποκλεισθεί ( βλ.ιταλικό αίτημα να μη συμπεριλαμβάνονται στο έλλειμμα και χρέος οι δαπάνες covid 19), τότε μπορεί να επανεξετασθεί, αν κριθεί σκόπιμο/αναγκαίο, η σχέση επιχορηγήσεων/δανείων στο ελληνικό σχέδιο (που τώρα υπαγορεύθηκε περίπου μηχανιστικά).
Άλλη γενική παρατήρηση είναι ότι απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στην περιφερειακή ανάπτυξη και τη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ περιφερειών. Οι προτεινόμενοι άξονες είναι οριζόντιας εφαρμογής και εν απουσία γνώσης των συγκεκριμένων έργων δεν μπορεί να εκτιμηθεί αν αυτά κατανέμονται με τρόπο που τουλάχιστον να μην αυξάνει τις ανισότητες, τόσο τις διαπεριφερειακές όσο και τις ενδοπεριφερειακές.
Η εμπειρία, όχι μόνο η ελληνική, δείχνει ότι από οριζόντιες παρεμβάσεις ευνοούνται περισσότερο οι πιο ανεπτυγμένες περιφέρειες, που διαθέτουν περισσότερο και καλύτερο υλικό και έμψυχο δυναμικό για να εκμεταλλευθούν τις αναπτυξιακές ευκαιρίες. Για τον λόγο αυτό όλες οι μεγάλες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (θέσπιση εσωτερικής αγοράς, ΟΝΕ κλπ) συνοδεύθηκαν πάντοτε από πολιτικές οικονομικής και κοινωνικής συνοχής που αντιστάθμιζαν τις δυσμενείς συνέπειες για τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Είναι αλήθεια ότι τώρα προέχει η συνολική ανάκαμψη της χώρας, ανάγκη που περιορίζει τις δυνατότητες εξισορροπημένης κατανομής της. Η πρόσθετη δέσμευση για χορήγηση τουλάχιστον του 37% των πόρων στην πράσινη ανάπτυξη και του 20% στην ψηφιακή μετάβαση δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Δεν μπορεί δε να εκτιμηθεί αυτή τη στιγμή, λόγω έλλειψης σχετικών στοιχείων, αν το κενό αυτό θα καλυφθεί από το ΕΣΠΑ (το οποίο όμως πρέπει, και αυτό, να πειθαρχεί στα κελεύσματα του ευρωπαϊκού εξαμήνου, της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» αλλά και της υποχρεωτικής προτεραιότητας στην πράσινη και στην ψηφιακή μετάβαση που είναι αναγκαίες, όπως όλα δείχνουν, επιλογές, οι οποίες όμως δεν θα ωφελήσουν υποχρεωτικά και ισόρροπα όλες τις περιφέρειες αν δεν υπάρξει πρόσθετη μέριμνα γι’ αυτό).
Πρέπει εν τούτοις να υπάρξει στοιχειώδης μέριμνα και προς την κατεύθυνση αυτή διότι σε αντίθετη περίπτωση, το μελλοντικό κόστος αποκατάστασης της περιφερειακής ισορροπίας θα είναι πολύ μεγαλύτερο. Η ιστορία της χώρας μας, και όχι μόνον, βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων.
Άλλη γενική παρατήρηση είναι ότι οι προτεινόμενοι άξονες προτεραιότητας (κυρίως αυτοί της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης) φαίνεται να προβλέπουν, σε σημαντικό βαθμό, παρεμβάσεις χρησιμοποίησης εισαγόμενου εξοπλισμού και προϊόντων και όχι ενθάρρυνση εγχώριας παραγωγής τους (έστω και αν αυτό είναι ένα είδος «τιμήματος» που θα πρέπει να καταβάλουμε στους κύριους συντελεστές των ιστορικών αποφάσεων του Ιουλίου, δηλαδή τη Γερμανία και τη Γαλλία).
Παρατηρείται επίσης ότι απουσιάζουν αναφορές σε προώθηση προνομιακών κλάδων ανάπτυξης (logistics, φάρμακο, ιχθυοκαλλιέργειες, ιατρικός τουρισμός, κλασικές σπουδές κλπ) – όπως γινόταν στις μελέτες McKinsey/ΙΟΒΕ/ΚΕΠΕ – πέραν της γενικής αναφοράς στη μεταποίηση, την αγροτοδιατροφή, τον τουρισμό, τον πολιτισμό και τις υποδομές. Η ίδια απουσία απαντάται και στην έκθεση Πισσαρίδη.»
Ο Γιάννης Κουτσομύτης, αναλυτής, αναφέρθηκε στο γεωστρατηγικό σχέδιο:
«Ένα μικρό μόνο μέρος του Σχεδίου Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία αναφέρεται στη σύνδεση της Ελλάδας με τις διεθνείς τάσεις στον καταμερισμό παραγωγής και εργασίας, ενώ απουσιάζει εντελώς μια πρόταση για το πως πρέπει να τοποθετηθεί η χώρα και οι εξωστρεφείς επιχειρήσεις της στις παγκόσμιες εμπορικές αγορές. Η αδήριτη ανάγκη για προσέλκυση ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα έχει μονοπωλήσει την ατζέντα της ελληνικής διπλωματίας και ελάχιστο, ή και καθόλου, βάρος δίδεται για την διπλωματική ενίσχυση των ελληνικών επιχειρήσεων».
Ο Κώστας Καρτάλης, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος του Επικουρικού Οργάνου των Ηνωμένων Εθνών για την εφαρμογή της Συμφωνίας των Παρισίων αναφέρθηκε στην ανάγκη να τεθούν μετρήσιμοι στόχοι / δείκτες :
«H έκθεση Πισσαρίδη και το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας κινούνται εν γένει στη σωστή κατεύθυνση, πλην όμως είναι αναγκαίο να συμπληρωθούν με μετρήσιμους στόχους/δείκτες με σαφή χρονική αναφορά για τα έτη 2030/2040/2050 (λ.χ. ποσοστό εξαγωγών, ποσοστό βιομηχανικής παραγωγής, ποσοστό του ΑΕΠ για έρευνα, …). Η εμπειρία λέει ότι αυτή είναι η πιο δύσκολη άσκηση εργασίας.
Στη δική μου ανάγνωση, κρίσιμο ζητούμενο είναι και η Έκθεση αλλά και το Σχέδιο Ανάκαμψης να απαντήσουν με αυτά που περιγράφουν ή προβλέπουν, το ερώτημα «Ποιά Ελλάδα θέλουμε το 2050». Άλλωστε οι υποδομές αλλά και αρκετά προγράμματα, μεταξύ άλλων, που θα δρομολογηθούν τα αμέσως επόμενα έτη, θα έχουν ορίζοντα 30ετίας. Στο ίδιο πλαίσιο, κρίσιμο ζητούμενο είναι να διαμορφωθούν οι ασφαλιστικές δικλείδες ώστε η πορεία προς το 2050 (προφανώς με ενδιάμεσους στόχους το 2030 και το 2040) να αντέξει τους πολλούς εκλογικούς κύκλους που θα συναντήσει. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει τη μέγιστη δυνατή συναντίληψη στην οριστικοποίηση των σχεδίων.
Και τα δύο κείμενα θα πρέπει να αναδείξουν περισσότερο τον κεντροβαρικό ευρωπαϊκό στόχο για οικονομίες σχεδόν μηδενικού άνθρακα το 2050. Αυτό θα βοηθούσε ένα γενναίο ενεργειακό, και άρα και ένα επίσης γενναίο οικονομικό, μετασχηματισμό που θα βασίζεται στο πολύπτυχο «εξοικονόμηση ενέργειας – ΑΠΕ – αποθήκευση – διασυνδέσεις – καθαρά καύσιμα/υδρογόνο», σε διαρκώς δε αυξανόμενο βαθμό σταδιακά προς το 2050. Στον προγραμματισμό που αναφέρεται στο Σχέδιο Ανάκαμψης, χρειάζεται να συμπεριληφθούν ειδικές δράσεις για την κλιματική ανθεκτικότητα, λ.χ. σχέδια προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή για τη στήριξη της αγροτικής παραγωγής ή του τουρισμού, ιδίως σε περιοχές όπου οι κλιματικοί κίνδυνοι εμφανίζονται ισχυρότεροι και πριν οι επιπτώσεις γίνουν μη αναστρέψιμες. Τέλος, ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός παραγωγικών μονάδων για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου θα πρέπει να προταχθεί ώστε να τις απαλλάξει από δαπάνες για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπών, προστατεύοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα τους. Σε μία αντίστοιχη περίπτωση, η ΔΕΗ χρειάστηκε να καταβάλλει μόνο για το 2018, περίπου 350 εκ ευρώ για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπών Α.Θ. (κυρίως λόγω της χρήσης του λιγνίτη).» –