Αθήνα – Ουάσιγκτον – Άγκυρα
Του Γιώργου Κακλίκη*:
Με την αποφασιστική στάση της Ουάσιγκτον για τους ρωσικούς S-400 η Άγκυρα προχώρησε σε άλλη μια υποχώρηση μετά την προ ετών απελευθέρωση του αμερικανού πάστορα Μπράνσον. Η αμφιρρέπουσα πολιτική Ερντογάν έναντι της Δύσης αλλά και η μερική υπαναχώρηση έναντι της Μόσχας φώτισαν ιδιαίτερα μια νοοτροπία που στοχεύει αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση των τουρκικών σχεδιασμών. Χαρακτηριστικές η δελεαστική και έναντι ανταλλαγμάτων πρόταση της Άγκυρας για την, μετά την αμερικανική αποχώρηση, ανάληψη της προστασίας του αεροδρομίου της Καμπούλ και η απόφαση απομάκρυνσης των ρώσων ειδικών των S-400 σε συνδυασμό με τη – για την τιμή των όπλων – δήλωση Ερντογάν ότι η χώρα του «δεν είναι κωμόπολη, αλλά η Τουρκική Δημοκρατία την οποία η Ουάσιγκτον κινδυνεύει να χάσει από σύμμαχο». Τα συγκρατούν αυτά οι ΗΠΑ για την προγραμματισμένη συνάντηση με τον ασυνεπή και «Επιτήδειο Ουδέτερο».
Η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν εύλογα προκάλεσε το ενδιαφέρον μετά τα δυσάρεστα που μεσολάβησαν διμερώς. Οι προσδοκίες ήταν εξ αρχής περιορισμένες. Ήταν γνωστό τοις πάσι ότι τον τούρκο πρόεδρο δεν τον απασχολεί η συνεννόηση αλλά η βελτίωση της εικόνας του στη Δύση με την παράλληλη υπαγόρευση όρων στην Ελλάδα. Η αντίληψη μεγέθους και στρατιωτικής υπεροχής τού περιορίζει τη δυνατότητα πραγματιστικής προσέγγισης. Και αδυνατώντας να εξουδετερώσει το «ενοχλητικό ελληνικό εμπόδιο» επιχειρεί να το παρακάμψει υπερτονίζοντας τη σημασία που αποδίδει στον ελληνοτουρκικό διάλογο χωρίς ανάμειξη τρίτων, ερήμην της ΕΕ και χωρίς όρους. Με πραγματιστική διάθεση η ελληνική πλευρά συνομίλησε στην έδρα της Συμμαχίας αποφεύγοντας οποιαδήποτε υπερβολή αλλά και με την αυτοπεποίθηση που υπαγορεύει η ιδιαίτερα υπολογίσιμη ελληνική παρουσία στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου.
Πέρα από την επικοινωνιακή στόχευση, επιδίωξη της Αθήνας ήταν και είναι η αποκατάσταση ενός σταθερά καλού κλίματος και η εξεύρεση λύσης σύμφωνης με το διεθνές δίκαιο. Αν αυτό αποτελούσε και τουρκική επιδίωξη, τίποτα δεν θα απέκλειε να εγκαινιαζόταν μια περίοδος ειρηνικής συνύπαρξης χωρίς κινδύνους ανατροπής. Θα ήταν πραγματικά ευτυχής η κατάληξη της συνάντησης με την τουρκική τοποθέτηση υπέρ μιας συνύπαρξης χωρίς απειλές «διευθέτησης στο πεδίο». Κυρίως μάλιστα αν ο κ. Ερντογάν συνέβαλλε στην επίσπευση των Διερευνητικών. Μιας ομαλής διεξόδου και για τον ίδιο που δεν είναι δύσκολο να ανακαλύψει πως, μέσω αυτής, θα έχει τις λιγότερες δυνατόν εσωτερικές αντιδράσεις κοινωνίας και πολιτικών αντιπάλων.
Λογική παραμένει η δυτική απορία πώς αυτή η Τουρκία, με τόσα δείγματα αρνητικής συμπεριφοράς, θα μπορέσει να κλίνει ουσιαστικά προς τις Βρυξέλλες που εξωθούνται να αποδεχθούν ότι η επαναπροσέγγιση με την Άγκυρα παραμένει απραγματοποίητο θεωρητικό κατασκεύασμα. Κι αυτό, λόγω των τουρκικών στοχεύσεων, δέσμιων του παρελθόντος μιας επεκτατικής αυτοκρατορίας και ενός στρατοκρατικού καθεστώτος των οποίων οι επίγονοι δυσκολεύονται να δουν το μέλλον με ματιά 21ου αιώνα. Μια ματιά που θα βοηθούσε την Τουρκία να γίνει πραγματική και σύγχρονη δυτική δημοκρατία άξια να αποτελέσει κομμάτι του πιο πετυχημένου πολιτικού πειράματος της ευρωπαϊκής ιστορίας.
* Ο Γιώργος Κακλίκης είναι πρέσβης επί τιμή, ειδικός σύμβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε σήμερα στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ- Η αναδημοσίευσή του γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα του